στην παραλία μας

Μετά την πρόσκληση που δέχτηκα να επισκεφθώ ένα σπίτι καλλιτεχνών που ήταν πάντα ανοιχτό σε άλλους καλλιτέχνες, στάθηκα μπροστά στο κεντρικό παράθυρο του σαλονιού, άνοιξα διάπλατα το τζάμι και ρώτησα ποια είναι η παραλία που ανοίγεται εδώ μπροστά μας. Α, η παραλία μας, είπαν. Δεν ξέρω αν εννοούσαν ότι είναι η παραλία των καλλιτεχνών.

Μετά από λίγο που οι βαρετές συζητήσεις περί τέχνης έδιναν και έπαιρναν αποφάσισα να κατέβω στην παραλία δίχως όνομα. Περπάτησα για ώρα όπως περπατούν οι γέροι στους κήπους των γηροκομείων. Ήταν φανερό πως η σκέψη μου σερνόταν πια όπως και τα πόδια μου. Ήμουν ένας υπέργηρος καλλιτέχνης που σιγά σιγά το έχανε. Αρκετά γνωστός και αρκετά άγνωστος μιας και το αγόρι που με πλησίασε δεν με γνώρισε. Θες βοήθεια; με ρώτησε. Θέλω, είπα και άπλωσα το χέρι μου. Δεν ήξερε τι να το κάνει και το άφησε να κρέμεται.

Με το χέρι να αιωρείται τον ρώτησα πως λένε την παραλία. Μου απάντησε: είναι η παραλία μου. Του είπα ότι πρέπει να έχει ένα όνομα, διαφορετικά θα μπορούσα να πω ότι είναι η δικιά μου παραλία. Δεν κατάλαβε. Τότε αναγκάστηκα να επιμείνω ότι πρέπει να έχει ένα όνομα που της έδωσε κάποιος τρίτος, κάποιος άλλος που δεν είναι εδώ τώρα, για να συνεννοηθούμε. Τότε θα ανήκει στον άλλον μου είπε. Λέω πάει αυτός πέθανε, δεν του ανήκει τίποτα πια. Ξέρεις πως μπορεί να την είπε; Έγνεψε αρνητικά και έπιασε το χέρι μου.

Πρώτη φορά εδώ; με ρώτησε.

Ναι, είπα, μάλλον, δεν ξέρω ποια παραλία είναι για να θυμηθώ αν έχω ξανάρθει.

Μην κολλάς παππού, μου είπε, έλα να σε βοηθήσω και με έσυρε με δύναμη. Τραντάχτηκε το κεφάλι μου. Δυσκολευόμουν να τον ακολουθήσω.

Θες να με βοηθήσεις στ’ αλήθεια; ρώτησα και κοντοστάθηκα.

Ναι, είπε και με κοίταξε για πρώτη φορά στα μάτια. Τα μάτια του ήταν μαύρα.

Μπορείς να πας μέσα σε εκείνο το σπίτι και να πεις ότι με σκότωσες για να μην χρειαστεί να επιστρέψω μόνος ανάμεσά τους;

Στο σπίτι των καλλιτεχνών; αναρωτήθηκε.

Ναι, είπα.

Τους ξέρω, μου απάντησε, είμαι του σιναφιού.

Αυτό είναι άνευ σημασίας, ψιθύρισα.

Καλά θα πάω… Τι θα μου δώσεις, όμως; είπε αφήνοντας το χέρι μου.

Τη χαρά να το κάνεις, απάντησα.

 

Εγγραφείτε στο Newsletter

Η Τριλογία της Αθήνας

#1 Στο Πίσω Κάθισμα – “Πόσο πιθανό είναι να δολοφονήσεις κάποιον, αντί να τον φιλήσεις;” 

#2 Αλκυονίδες Μέρες – “Σε μια κοινωνία που αδυνατεί να προστατεύσει τον αδύναμο κανείς δεν είναι αθώος.”

#3 Πόλη στο φως – “Μέχρι που μπορείς να φτάσεις όταν δεν έχεις πια τίποτα να χάσεις;”

© Ευτυχία Γιαννάκη – Eftychia Giannaki 2022