Το σπίτι του κ. Demolish

Η γειτονιά μου είναι γεμάτη μισογκρεμισμένα νεοκλασσικά. Υπάρχει ένα ακριβώς απέναντι από το διαμερισμά μου, εγκαταλελειμένο εδώ και δεκαετίες. Σαν πιτσιρίκια παίζαμε στο πεζοδρόμιο μπροστά του και επινοούσαμε ιστορίες με φαντάσματα που ζούσαν μέσα στο σκοτεινά και ψηλοτάβανα δωμάτιά του. Οι πιο θαρραλέοι παραβίαζαν κάθε τόσο κάποιο παντζούρι και πηδούσαν μέσα. Οι διηγήσεις τους όταν έβγαιναν ξανά στο φως με τις κόρες διεσταλμένες ήταν συνήθως ανατριχιαστικές και ελάχιστα πιστευτές.

Κάποια στιγμή υπήρξε μια διαμάχη στη γειτονιά για την τοποθέτηση του κάδου των σκουπιδιών. Αποφασίστηκε να μεταφερθεί μπροστά από το νεκλασσικό μιας και ήταν ακατοίκητο και τα φαντάσματα δεν είχαν τρόπο να δηλώσουν την αντίθεσή τους στη σύντομη συνέλευση των γειτόνων. Έκτοτε δεν πλησιάσαμε ξανά για παιχνίδι στο πεζοδρόμιο μιας και η βρώμα, ειδικά το καλοκαίρι, ήταν ανυπόφορη. Λίγα χρόνια μετά κι ενώ στη σκεπή του νεοκλασσικού άρχισε να φυτρώνει πρασινάδα, κάποιος άγνωστος ήρθε και κάρφωσε τάβλες στις παράθυρα και έχτισε με τσιμεντόλιθους την κεντρική είσοδο. Τα φαντάσματα εγκλωβίστηκαν μέσα, οι γάτες κατέλαβαν το πεζοδρόμιο δίπλα στον κάδο, η εφηβεία μας έφτασε στο τέλος της και οι ανατριχιαστικές ιστορίες αποτέλεσαν παρελθόν.

Για χρόνια περνούσα μπροστά από το κτίριο δίχως να παρατηρώ πλέον τις φθορές, μέχρι που πριν τέσσερα χρόνια κάποιος κόλλησε στην πρόσοψή του ένα λευκό αυτοκόλλητο που έγραφε demolish. Το αυτοκόλλητο αποδείχτηκε πιο ανθεκτικό από τα συνηθισμένα και περιέργως δεν ξεκόλλησε με τις βροχές, ούτε ξεθώριασε από τον ήλιο. Μαζί με το αυτοκόλλητο εμφανίστηκε κι ένας άστεγος που περνούσε πολλές ώρες της μέρας του στα σκαλιά της εισόδου του κτιρίου. Ακόμη κι όταν έλειπε άφηνε τις νάιλον σακούλες με τα πράγματά του στην είσοδο.

Σήμερα το πρωί, πετώντας τα σκουπίδια στον κάδο μπροστά από το κτίριο, είδα μια δεύτερη σακούλα να προσγειώνεται με φόρα δίπλα στη δικιά μου. Μια εβδομηντάχρονη γειτόνισσα που ζει στην ίδια πολυκατοικία με μένα άρχισε να μου μιλάει χωρίς να μου πει καλημέρα.

Εξαφανίστηκε, είπε.

Ποιός; ρώτησα.

Ο άστεγος, που έμενε εδώ τρία χρόνια… Έχω να τον δω πάνω από δέκα μέρες… Ανησυχώ… Κάτι θα του συνέβη. Αυτός δεν έφευγε ποτέ από δω, είπε αναστενάζοντας και με κοίταξε στα μάτια περιμένοντας κάποια απάντηση.

Δεν ξέρω, είπα συνειδητοποιώντας ότι δεν είχα παρατηρήσει την ξαφνική του εξαφάνιση.

Κρίμα, πολύ κρίμα, είπε αναστενάζοντας πάλι. Τον άνθρωπο… Τι να του έτυχε;

Δεν ξέρω, επανέλαβα. Μιλούσατε;

Όχι, δεν έτυχε, μου απάντησε ελαφρώς θιγμένη. Αυτό δεν σημαίνει όμως, ότι δεν πρέπει να με νοιάζει.

Μου γύρισε απότομα την πλάτη της και με αργό βήμα, καμπουριάζοντας λίγο περισσότερο απ’ ότι συνήθως, μονολόγησε καθώς απομακρυνόταν: δεν μιλούσαμε, τον έβλεπα όμως… Ήταν μια παρέα.

Κοίταξα ξανά το αυτοκόλλητο που ήταν πάντα εκεί, καθώς εγκατέλειπα βιαστικά το σημείο. Είχα αργήσει για τη δουλειά.

* αφορμή για την ιστορία στάθηκε αυτό το αυτοκόλλητο σε αυτό το κτίριο. Γιατί και οι τοίχοι έχουν τη δικιά τους ιστορία.

Screen Shot 2015-04-20 at 1.03.33 PM

DSC01657

 

 

Εγγραφείτε στο Newsletter

Η Τριλογία της Αθήνας

#1 Στο Πίσω Κάθισμα – “Πόσο πιθανό είναι να δολοφονήσεις κάποιον, αντί να τον φιλήσεις;” 

#2 Αλκυονίδες Μέρες – “Σε μια κοινωνία που αδυνατεί να προστατεύσει τον αδύναμο κανείς δεν είναι αθώος.”

#3 Πόλη στο φως – “Μέχρι που μπορείς να φτάσεις όταν δεν έχεις πια τίποτα να χάσεις;”

© Ευτυχία Γιαννάκη – Eftychia Giannaki 2022