Οι συγγραφείς είναι παράξενοι, αυτό είναι γνωστό. Ποιός κάθεται να μηρυκάζει τις λέξεις αν δεν έχει κάποιου είδους λόξα; Φαντάσου τριάντα συγγραφείς μαζεμένους σ’ ένα σπίτι, στριμωγμένους σε λίγα τετραγωνικά και το πράγμα γίνεται χειρότερο. Πρόσθεσέ τους και μερικά χρονάκια, πες ότι είναι όλοι πάνω από ογδόντα ετών και σέρνουν τα πόδια τους. Μιλάμε για εφιάλτη.
Μπορεί να γίνει ακόμη χειρότερο. Φαντάσου όλους αυτούς να κουβαλούν ένα σωρό αρρώστιες λόγω ηλικίας, διαφορετικές μεταξύ τους και από πάνω να διαβάζουν στις εφημερίδες για τις περικοπές στις πενιχρές συντάξεις τους. Τότε έφτιαξες μια κόλαση πάνω στη γη.
Σε μια τέτοια κόλαση λοιπόν, σ’ ένα γηροκομείο όπου με κάποιον τρόπο μαζεύτηκαν τριάντα υπέργηροι συγγραφείς λίγο πριν να ξοφλήσουν τους λογαριασμούς τους με τη ζωή, μέσα στο δάσος, όχι πολύ μακριά από την Αθήνα, στους πρόποδες της Πάρνηθας, σ’ ένα διώροφο που τους δώρισε κάποια αδαής ευαίσθητη ψυχή ή κάποιος που ήθελε να τους τιμωρήσει, βρέθηκε νεκρός ο καλύτερος συγγραφέας των τελευταίων ετών. Κανείς βεβαίως δεν έμαθε την είδηση, γιατί ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε κάποιον άλλον για βιτρίνα, έναν μικροκαμωμένο ποιητή που δέχτηκε πριν σαράντα χρόνια να παίζει αυτόν τον ρόλο. Ο νεκρός έμενε στην αφάνεια, εισπράττοντας απλά το μεγαλύτερο μέρος των πνευματικών δικαιωμάτων των βιβλίων του βάσει ενός ιδιωτικού συμφωνητικού που φρόντισε να συνάψει με τον μικροκαμωμένο ποιητή.
Η δολοφονία ήταν απλή. Κάποιος τον στρίμωξε στην αποθήκη όπου στοιβάζονταν τα άχρηστα χειρόγραφα και οι κακές μεταφράσεις, του φόρεσε μια νάιλον σακούλα στο κεφάλι και την κράτησε τυλιγμένη γύρω από τον λαιμό του μέχρι να σκάσει. Όταν έφτασε ο Χάρης Κόκκινος στον τόπο του εγκλήματος, βρέθηκε μπροστά στον νεκρό που είχε ακόμη τη σακούλα στο κεφάλι. Οι συνάδελφοί του εγκληματολογικού ερευνούσαν για δαχτυλικά αποτυπώματα και φυσικά κανείς δεν γνώριζε ότι επρόκειτο για έναν τόσο καλό συγγραφέα, ούτε και ότι οι υπόλοιποι ένοικοι του γηροκομείου ήταν ομοίως συγγραφείς. Πήρε απ’ όλους καταθέσεις και σύντομα αντιλήφθηκε ότι δεν επρόκειτο να βγάλει άκρη από τα λεγόμενά τους. Ο καθένας είχε μια διαφορετική ιστορία να του αφηγηθεί και όσο κι αν τους ζητούσε να μείνουν στα γεγονότα, δεν κατάφερνε να τους πείσει. Έτσι, άκουσε εικοσιεννιά διαφορετικές εκδοχές της δολοφονίας.
Μετά, από λίγες μέρες όταν έμαθε όλες τις λεπτομέρειες, κατάλαβε ότι δεν θα κατλάφερνε να συνεννοηθεί με τους συγγραφείς κι έτσι αποφάσισε να συναντήσει τον άνδρα που έπαιζε τον ρόλο της βιτρίνας.
Τον βρήκε να κάθεται σ’ ένα πάρκο κοντά στο σπίτι του ταΐζοντας περιστέρια και άλλα πετούμενα. Δεν χρειάστηκε πολύ κόπο για να οδηγηθεί σε αντιφάσεις που θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι αυτός έκανε τον φόνο κατά την τελευταία του επίσκεψη στο γηροκομείο των συγγραφέων.
Ο Χάρης για να τον στριμώξει τον κάλεσε στην Ασφάλεια. Ο μικρόσωμος άνδρας τον κοίταξε στα μάτια, αιφνιδιασμένος από το ενδιαφέρον του για τον νεκρό. Θεώρησε ότι ήταν ένα ανθρώπινο ενδιαφέρον που έπρεπε να λάβει μια ειλικρινή απάντηση. Του εξομολογήθηκε πως είχε κουραστεί και ότι είχε έρθει ο καιρός να βγει σε σύνταξη, αλλά ο νεκρός δεν τον άφηνε. Μια φορά το χρόνο του ταχυδρομούσε ένα χειρόγραφο με μερικές οδηγίες και απαιτούσε τη δημοσίευση του έργου. Όσο κι αν είχε προσπαθήσει να τον πείσει να σταματήσει επιτέλους να γράφει, δεν τα είχε καταφέρει. Η μόνη λύση που είχε σκεφτεί για να βγει σε σύνταξη ήταν να τον σκοτώσει και αυτό έκανε.
Η κυνική ομολογία του καταγράφηκε σε μια σύντομη κατάθεση. Όταν ο Χάρης πήρε την ταυτότητά του για να συμπληρώσει το έντυπο της κατάθεσής του, διάβασε ότι ο μικροκαμωμένος άνδρας δήλωνε ποιητής. Τότε αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για την υπόθεση στην οποία δεν θα κατάφερνε ποτέ να βγάλει άκρη. Με μερικά τηλεφωνήματα διαπίστωσε ότι ο μικροκαμωμένος ποιητής είχε ακλόνητο άλλοθι και ότι η αφήγησή του ήταν μια ακόμη εκδοχή της ιστορίας, ίσως η πιο ανακριβής απ’ όλες.
Ο φόνος στο γηροκομείο των συγγραφέων παρέμεινε για χρόνια ανεξιχνίαστος και ο καλύτερος συγγραφέας που χρησιμοποιούσε για χρόνια το πρόσωπο του μικροκαμωμένου ποιητή έπαψε να δημοσιεύει έργα. Μετά από καιρό όταν είχαν πεθάνει πια όλοι οι ένοικοι και το γηροκομείο ρήμαξε, μια καθαρίστρια ψέλλισε πως το φόνο τον είχαν κάνει όλοι μαζί, γιατί δεν άντεχαν να διαβάζουν πλέον τα έργα του.