Μια απολαυστική συνέντευξη στον Μιχάλη Παπαγεωργίου με αφορμή τη Νόσο του μικρού θεού, όπως δημοσιεύεται στις 7Μέρες Ενημέρωση.
Τι ήταν αυτό που σε έκανε να επισκεφτείς πάλι τον Χάρη Κόκκινο; Δε σου κρύβω ότι το έρεβος που τον βύθισες στο τέλος της προηγούμενης τριλογίας με είχε μουδιάσει και τον είχα ξεγραμμένο.
Αυτό το μούδιασμα και πως το ξεπερνάει κανείς, πως ξανασηκώνεται ο άνθρωπος από την πτώση, αυτός που συντρίβεται, αλλά δεν το βάζει κάτω, ήταν κεντρικό ζητούμενό μου με την επιστροφή του Αστυνόμου Κόκκινου. Το πέρασμα από το σκοτάδι στο φως και η λεπτή γραμμή ανάμεσά τους, η ρευστότητα των ορίων μας, του θύτη και του θύματος με απασχολούν πάντοτε. Τι καλύτερο λοιπόν και διαυγέστερο από τον Κυκλαδίτικο ήλιο για να φωτιστεί αυτή η διαδρομή από το σκοτάδι στο φως;
Θα συνεχίσει το trip crime advisor που ξεκίνησες εδώ (Ελβετία- Αθήνα-Αιγαίο); Θέλεις να «ξεφύγεις» από το κλεινόν άστυ;
Η Αθήνα είναι η ρίζα μου και η αστυνομική λογοτεχνία δένεται παραδοσιακά με τόπους, τους καθρεφτίζει και τους βάζει στον μεγεθυντικό φακό της. Η Μεσόγειος θα εξακολουθήσει να είναι το πεδίο που θα ξεδιπλώνει το κοινωνικό σχόλιο των ιστοριών μου, μια Μεσόγειος που ως ρίζα απλώνει τα κλαδιά της βέβαια σε όλη την Ευρώπη και τον πολιτισμό της. Θα εξακολουθήσω να μιλάω λοιπόν για τόπους που γνωρίζω καλά κι έχουν ιδιαίτερες εγγραφές μέσα μου. Αυτό ξεπερνάει το trip crime advisor και εξελίσσεται σε ένα μεγάλο κοινωνικό ψυχογράφημα που σου επιτρέπει να επισκεφθείς τον τόπο σε μεγαλύτερο βάθος. Είναι το ψυχικό πεδίο των ηρώων που καθρεφτίζει τον τόπο και όχι ο ίδιος ο τόπος που έχει σημασία.
Διαβάζοντας το βιβλίο η Πάρος, το νησί που διαδραματίζεται το κύριο στόρι του βιβλίου ήταν στην επικαιρότητα για όλους τους λάθος λόγους. Πέρα από το τάιμινγκ, του φέρεσαι με αγάπη αλλά κάνεις και μια ανελέητη κριτική σε συμπεριφορές και χαρακτήρων ντόπιων και «επισκεπτών». Έχεις κλείσει τους λογαριασμούς σου με το νησί; Γιατί Πάρος εντέλει;
Η Πάρος γιατί την ξέρω καλά και την αγαπώ. Γράφω μόνο για ό,τι με συγκινεί. Οι λογαριασμοί δεν κλείνουν ποτέ με τους τόπους που αγαπήσαμε, όπως συμβαίνει και με τους ανθρώπους που αγαπήσαμε.
Στην «Τριλογία της Αθήνας» λες και πάντα έβρεχε… Ο εκτυφλωτικός ήλιος αποκαλύπτει ή θαμπώνει το βλέμμα περισσότερο;
Θα έλεγα ότι φωτίζει με μεγαλύτερη ένταση το πρίσμα που διαθλά τις ακτίνες της ιστορίας. Η αντίστιξη ανάμεσα στο φως του τοπίου και του εσωτερικού σκοταδιού ή του βυθού μας είναι σίγουρα μια επιπλέον πρόκληση για όσους ασχολούνται με το Μεσογειακό νουάρ. Είναι από μόνο του το φως και το χάος μας μια απάντηση στα παγωμένα κύματα της αστυνομικής λογοτεχνίας που κατεβαίνουν από τον βορρά.
Θα μας πουν boomers αλλά μισή ντροπή δική τους… Έσκασε στο κεφάλι μου σαν πυροτέχνημα η μουσική των «Ιερόσυλων» την ώρα που διάβαζα «τη Νόσο». Πόσο είναι χαίνουσα η πληγή της αρχαιοκαπηλίας στη χώρα μας σήμερα; Τι έδειξε η έρευνα που είμαι σίγουρος πως έκανες;
Η πληγή είναι μάλλον χαίνουσα. Το αντιλαμβάνεται κανείς ακόμη κι αν κοιτάξει βιαστικά την τρέχουσα ειδησεογραφία. Η έρευνα που έκανα με βοήθησε να καταλάβω πόσο δύσκολο είναι να ταυτοποιηθούν και να επιστραφούν χαμένα αντικείμενα. Όσο για τους Ιερόσυλους δεν τους έχω παρακολουθήσει. Φαντάζομαι όμως ότι είναι καλό να ξυπνούν παιδικές μνήμες από μια αφήγηση. Μια ευαίσθητη χορδή ίσως έχει δονηθεί για να αποδείξει ότι υπάρχει ένας υπόγειος κώδικας κι ένας κάποιος κοινός τόπος που μας ενώνει.
Παράλληλες ιστορίες με κινηματογραφικό μοντάζ, συγγραφικά σημειώματα –αντικλείδια… Τα διέκρινα καλά ;Θα συνεχίσεις με νέα «μαγικά τρικ» ύφους στα επόμενα βιβλία;
Θα συνεχίσω με όποιο μέσο μπορεί να εξυπηρετήσει την ιστορία. Με ενδιαφέρει ιδιαίτερα σε αυτή την νέα σειρά ιστοριών η ρευστότητα των ορίων της μυθοπλασίας και της πραγματικότητας. Πώς μπλέκεται η μαρτυρία, το ημερολόγιο, η ιστορία, η ειδησεογραφία, ένα υπαρκτό πρόσωπο, όλα όσα μας περιβάλλουν και ο ίδιος ο δημιουργός με τον μύθο. Άλλωστε, η αστυνομική ιστορία, η πλοκή και το σασπένς δεν είναι μόνο η αφορμή για να ξεκλειδώσει κανείς το κοινωνικό καθρέφτισμα της εποχής μας και μια πλούσια τοιχογραφία χαρακτήρων, αλλά και για να φωτίσει το βαθύτερο που κουβαλάμε μέσα μας, τα όρια και τις μύχιες σκέψεις μας, τη μυστική ζωή μας. Με ενδιαφέρει ό,τι ξεκλειδώνει αυτή τη μυστική ζωή.
Αυτό το καλοκαίρι ξεπήδησαν και άλλοι νέοι Έλληνες συγγραφείς με ακονισμένες πένες και αστυνομικά θρίλερ στο δισάκι τους. Πάει να ξεκινήσει κάτι όμορφο;
Νομίζω, όσο μπορώ να παρακολουθήσω βεβαίως την τρέχουσα εκδοτική παραγωγή, ότι κάθε δημιουργός ακολουθεί τη διαδρομή του και προς το παρόν τις βλέπω αρκετά διακριτές αυτές τις διαδρομές. Είναι ο καιρός που θα φιλτράρει τι θα μείνει, πέρα κι έξω από μόδες ή παρέες, όπως συμβαίνει πάντοτε. Η πολυφωνία σε κάθε περίπτωση είναι ενδεικτική του ενδιαφέροντος που υπάρχει για το αστυνομικό μυθιστόρημα, είναι όμως πρόωρο να μιλήσουμε για κάποιου είδους ρεύμα που γεννιέται.