Γράφει η Τζένη Μανάκη // «Πόλη στο Φως», Ευτυχία Γιαννάκη, εκδ. Ίκαρος
«Κάτι που δεν το θυμάσαι είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ και τελικά οι ιστορίες, ακόμη και οι ερωτικές, συρρικνώνονται σε όσα καταφέρνεις να θυμηθείς από τον άλλον και όχι σε όσα ένιωσες. Είναι η μνήμη που κερδίζει πάντα …» Ε.Γ.
Δεν είναι η καλύτερη εισαγωγή παρουσίασης για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, όμως το βιβλίο της Γιαννάκη «Πόλη στο Φως», δεν είναι μόνο ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Η εισαγωγική πρόταση είναι ένα δείγμα της γραφής της, και η μνήμη ένα στοιχείο λύσης της υπόθεσης. Η Γιαννάκη ξέρει να ζωγραφίζει με λέξεις τις λεπτομέρειες που συνθέτουν μια κοινωνία σε αποσύνθεση.
Δεν διαβάζω αστυνομικά μυθιστορήματα εδώ και χρόνια. Έμεινα στάσιμη στο «πολιτισμένο έγκλημα» της Αγκάθα Κρίστι. Η επιτυχία της Γιαννάκη, αυτής της πολύ συμπαθητικής κοπέλας με το αινιγματικό χαμόγελο, ήταν η αιτία που το ξεκίνησα. Δεν με απογοήτευσε. Αντίθετα διαπίστωσα ότι μέσα από την πλοκή εξιχνίασης ενός εγκλήματος, η σκιαγράφηση των χαρακτήρων, από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές, μπορεί να γίνει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Η Γιαννάκη το κάνει αυτό με μεγάλη συνέπεια, διεισδυτικότητα και σαφήνεια, ως προς τα κίνητρα και τα ψυχοπαθολογικά αίτια που μπορούν να οδηγήσουν κάποιον πέρα από τα αποδεκτά ανθρώπινα και κοινωνικά όρια. Συγχρόνως ξετυλίγει φιλοσοφικές σκέψεις γύρω από θέματα πίστης, θρησκείας, πολιτικής ηθικής κλπ.
«Καμιά φορά δεν αρκεί να πάψεις να πιστεύεις σε κάτι, για να πάψει να υπάρχει.»
«Ο άστατος καιρός λειτουργεί ως υπόνοια της ύπαρξης του Θεού και για κάποιους ως απόδειξη.»
«Η αρρώστια είχε καταβροχθίσει κάθε έννοια πίστης στην καλοσύνη μιας ανώτερης δύναμης. Δεν υπήρχε τίποτα έξω από αυτόν, κανένα αόρατο μάτι δεν τον παρακολουθούσε.»
Η υπόθεση- από το οπισθόφυλλο:
Μία έγκυος γυναίκα, με καριέρα μοντέλου, δολοφονείται άγρια στη μονοκατοικία της στο Καβούρι. Ο Αστυνόμος Χάρης Κόκκινος και η ομάδα του αναλαμβάνουν να εξιχνιάσουν ένα έγκλημα που τους φέρνει αντιμέτωπους με προσδοκίες που διαψεύστηκαν, κυκλώματα ντόπινγκ στον αθλητισμό κι έναν κύκλο βίας που ξεκινάει από τη Σερβία.
Ταυτόχρονα, ο γιος του σαρανταπεντάρη Αστυνόμου δικάζεται με κατηγορίες που δοκιμάζουν τις αντοχές του, καθώς αναζητά τις δικές του ευθύνες στα λάθη του παρελθόντος.
Σε αυτή την υπόθεση όλοι είναι ύποπτοι και οι ανακρίσεις φέρνουν στο φως μια πόλη που μετατρέπεται σε κλειστό δωμάτιο. Το ερώτημα που τίθεται είναι μέχρι πού μπορείς να φτάσεις όταν δεν έχεις πια τίποτα να χάσεις. Όταν διαπιστώνεις ότι η ελπίδα δεν πεθαίνει τελευταία.
Η Γιαννάκη ρίχνει φως στην Αθήνα της κρίσης, μια πόλη σκοτεινή όπου κυριαρχούν οι αποχρώσεις του μαύρου και βασιλεύουν τα »άνθη του κακού». Οι αντιήρωές της προσπαθούν να »αναδυθούν» μέσα από σκοτεινά μονοπάτια. Στόχος, η κατάκτηση του μοναδικού τους θεού, του χρήματος. Μέσα και μόνο από αυτό καταξιώνονται ή διεκδικούν τις χαμένες ευκαιρίες για πραγμάτωση των ονείρων τους.
Δεν εξαιρεί κι αυτούς που μένουν πιστοί σε ιδανικά, ανήμποροι να τα »υπηρετήσουν» πλήρως, νοσταλγώντας μια εποχή που παρήλθε ανεπιστρεπτί.
Η δομή του μυθιστορήματος συνηγορεί στη διατήρηση του μυστηρίου και της αγωνίας για τη διαλεύκανση της δολοφονίας, μέχρι την αποκάλυψη του δολοφόνου στις τελευταίες σελίδες, αν και τα ψυχοπαθολογικά κίνητρα που αφορούν τους υπόπτους και όχι μόνο, υποφώσκουν σε όλο σχεδόν το κείμενο. Οι λεπτομέρειες της καθημερινότητας συνθέτουν ένα εκτενές μωσαϊκό, που σε συνδυασμό με τους ρεαλιστικούς διαλόγους – κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Η κινηματογραφική γραφή δημιουργεί έντονα συγκινησιακές εικόνες, τόσο στο κεφάλαιο που αφορά τον πόλεμο της Σερβίας του 1995 που ενώνει δεξιοτεχνικά η συγγραφέας με την Αθήνα του 2014, όσο και στην περιγραφή του ανατριχιαστικού εγκλήματος. Συγκλονίζει η εικόνα οδύνης του Αστυνόμου Χάρη Κόκκινου, που αντικρίζει τον μοναχογιό του στο εδώλιο του κατηγορουμένου, της συναδέλφου και συντρόφου του Λίνας, που παρά την προσπάθεια τίμιας άσκησης του επαγγέλματός της μένει προσηλωμένη στην διεκδίκηση του έρωτα και μιας ήρεμης καθημερινότητας. Το ατύχημα ενός νεαρού, και η συντριβή των γονιών έξω από το χειρουργείο, εντείνουν την αγωνία του αναγνώστη. Μικρά και μεγάλα περιστατικά καθημερινής τρέλας κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο. Και εκεί που όλα πιστοποιούν τον δολοφόνο, τα πάντα ανατρέπονται.
Όλα τα προβλήματα μιας σύγχρονης κοινωνίας σε κατάρρευση περνούν μέσα από το κείμενο της Γιαννάκη. Οικογενειακή βία, ναρκωτικά, Αθλητισμός- ντόπινγκ, λαθρομετανάστευση, το φαίνεσθαι που προηγείται του »είναι», το βούτηγμα στην παρανομία ως κανόνας επιβίωσης, η φυγή ως λύση.
Καθώς εξελίσσεται η υπόθεση, οι συνέπειες της οικονομικής και της πολιτιστικής κρίσης, της κρίσης αξιών, είναι διαρκώς παρούσες, σε όλο το φάσμα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης.
Στον χώρο της Υγείας: «Το δημόσιο Σύστημα Υγείας δεν έδειχνε διατεθειμένο να κάνει εκπτώσεις στη σκληρότητά του για χάρη του.»
Στον χώρο της δημοσιογραφίας: «Ζούσε σ’ ένα παγωμένο διαμέρισμα στο Περιστέρι, πληρωνόταν στη χάση και φέξη κι έτρεχε από το πρωί μέχρι το βράδυ για να ξετρυπώσει κάποιο θέμα, στην ανάγκη επινοούσε κάποιο θέμα, ναι, δεν ήταν πάντα καθαρός, αλλά και ποιος μπορούσε να είναι μέσα σε αυτή την κατάσταση. Η χώρα κατέρρεε, ένιωθε κουρασμένος και αδύναμος να τα βάλει με το σύστημα που τον στρίμωχνε.»
Στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο: «Οι κάτοικοι περπατούσαν σκυθρωποί, πεπεισμένοι ότι τα χειρότερα ήταν μπροστά τους. Ο φόβος απλωνόταν στα σπίτια, στις επιχειρήσεις, στις πλατείες …. Το φάντασμα της πτώχευσης έκοβε βόλτες και το σενάριο μιας ολικής κατάρρευσης έμοιαζε πιο πιθανό από ποτέ.»
«Κάποτε φθάνει μια στιγμή που νιώθεις ότι δεν μπορείς να συνεχίσεις και τότε πρέπει να αναζητήσεις το σημείο φυγής. Αν δεν το βρεις εγκαίρως, θα βουλιάξεις, θα γίνει μια μαύρη τρύπα που θα σε ρουφήξει.»
«Όποιος δεν ήταν παθολογικά αισιόδοξος δεν είχε κανέναν λόγο να συνεχίσει να μένει στη χώρα.»
«Είναι σαν να λες ότι υπάρχει αστυνομία χωρίς ξύλο, θα σας φάνε ζωντανούς. ‘Η ότι υπάρχει επιχείρηση χωρίς κλέψιμο. Πολιτική χωρίς διαφθορά. Συνάδελφος που δεν θα σας κατασπαράξει για να βγει μπροστά.»
Στον ήρωα, που μου έφερε στο νου τον Σελίν, ανατρέποντας τη συλλογιστική του: «Φαντάστηκε το τέλος του σαν ένα ταξίδι προς τα πίσω, με αντίστροφη κίνηση που θα ξέγραφε όσα είχε ζήσει. Μια ανάποδη διαδρομή την οποία θα διένυε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και θα τον οδηγούσε ξανά στη μεγάλη μήτρα της ανυπαρξίας, εκεί απ’ όπου είχαν ξεκινήσει όλα …»
Και μια αναφορά στη λογοτεχνία (αφορά τον αστυνόμο Χάρη Κόκκινο): «Οι λέξεις. Οι λέξεις είναι που θα μας οδηγήσουν αυτή τη φορά, σκεφτόταν. Οι λέξεις που επαναλαμβάνονται. Ήρθε στο μυαλό του ο Μπέρνχαρντ και το επαναληπτικό σχήμα στο γραπτό του που οδηγούσε τη σκέψη του όλο και σε πιο βαθιά νερά. Επαναλάμβανε εδώ και χρόνια τις λέξεις που τον βοηθούσαν να λύσει μια υπόθεση. Η επανάληψη του άνοιγε τον δρόμο.»
H Ευτυχία Γιαννάκη σε αρκετά σημεία του κειμένου της, ίσως επηρεασμένη από τον Μπέρνχαρντ, χρησιμοποιεί έντονα την επανάληψη για να δώσει έμφαση στις σκέψεις των ηρώων της, ή σ’ αυτή που θέλει να βάλει τον αναγνώστη.
«ΠΟΛΗ ΣΤΟ ΦΩΣ», ένα βιβλίο που περιγράφει παραστατικά, ελπίζω ένα μόνο μέρος, (φοβάμαι μεγάλο), της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας στην μακρόσυρτη αυτή περίοδο της κρίσης που ξεπερνάει αμείωτη το 2014, και προτείνω να διαβάσετε.