Γράφει η Ευτυχία Γιαννάκη
Πολλοί μιλούν για κοινωνική λογοτεχνία που καθρεφτίζει την εποχή, τον τόπο και τον χρόνο αφού αναμετριέται με τα τρέχοντα κοινωνικά ζητήματα, αλλά προτιμώ να βλέπω την αστυνομική λογοτεχνία σαν ένα μεγάλο κοινωνικό ψυχογράφημα που διατηρεί τον γρίφο και το παιχνίδι στο κέντρο του, ισορροπώντας μεταξύ βάρους και ελαφρότητας. Πλοκή, κοινωνικό σχόλιο και καταβύθιση στον ανθρώπινο ψυχισμό συνιστούν το τρίπτυχο που ορίζει το πολυεπίπεδο αυτών των αφηγήσεων που στην καρδιά τους παραμένουν γρίφοι που αναζητούν λύση. Βεβαίως ο γρίφος έχει μετατοπιστεί από το πεδίο της λογικής, στο πεδίο του συναισθήματος, του ψυχισμού μας και της πολυπλοκότητας των κοινωνικών συνθηκών. Αυτή η αναγκαία μετατόπιση καθιστά το αστυνομικό δημοφιλές στις μέρες μας, αλλά ταυτόχρονα το αποδεσμεύει από το βεβαρυμμένο παρελθόν της λογοτεχνικής ευκολίας. Νομίζω ότι σε αυτή την κατεύθυνση κινείται η λογοτεχνική παραγωγή στη χώρα μας και παγκοσμίως, οπότε βλέπουμε όλο και περισσότερους αναγνώστες, δημιουργούς και εκδότες να στρέφονται στο είδος. Θεωρώ ότι αυτή η τάση θα συνεχιστεί, όσο το αστυνομικό θα καθρεφτίζει τις ανάγκες της εποχής, τις αγωνίες και τις πολλές πτυχές του φόβου που γεννάει η πολυπλοκότητα που μας περιβάλλει και ότι θα γνωρίζει όλο και περισσότερες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές μεταπλάσεις που θα το φέρνουν στο ευρύ κοινό.
Για να ορίσει κανείς έναν χώρο, ένα δωμάτιο ας πούμε, διατρέχει με το βλέμμα τις άκρες, τους τοίχους, τις πόρτες και τα παράθυρα, τις νοητές γραμμές που το ορίζουν. Τεντώνουμε τα χέρια μέσα σε έναν στενό χώρο για να δούμε πόσος είναι και τι μπορεί να χωρέσει από εμάς. Το ίδιο κάνει και το αστυνομικό μυθιστόρημα στη λογοτεχνία πλέον. Τεντώνεται στο όριο, στο άκρο που είναι το έγκλημα, για να εστιάσει στο κέντρο. Ρίχνει τον φακό στις άκρες του δωματίου για να ορίσει το κέντρο του και τις αντίρροπες δυνάμεις που μας συγκρατούν στο πεδίο που ορίζει ο νόμος και ο ηθικός κανόνας. Παίζοντας με τους μύχιους, τους υπαρξιακούς φόβους μας, τη ζωή και τον θάνατο, το φως και το σκοτάδι, επιχειρεί να μας καθησυχάσει ότι όλα θα πάνε καλά, δίνοντάς μας ένα εργαλείο για να κατανοήσουμε τον πόνο, την απώλεια, το παράλογο της ύπαρξης, την έλλειψη νοήματος και την απελπισία. Είμαστε μόνοι στο δωμάτιο αναζητώντας το μέτρο και την τρυφερότητα απέναντι στο ανοίκειο. Τεντώνουμε τα χέρια μας, ισορροπούμε στο χείλος της λογικής, ξεπερνάμε τα ηθικά μας όρια, πειραματιζόμαστε με τη μυστική ζωή μας για να κατανοήσουμε ποιοι είμαστε και τι υπάρχει γύρω μας. Και όλα αυτά σε συνθήκη αναγνωστικής ασφάλειας, αφού στο κέντρο παραμένει το παιχνίδι, αυτό που εξακολουθεί να διαφοροποιεί το αστυνομικό από άλλα είδη αφηγήσεων. Η σφιχτή δομή και η καλοκουρδισμένη κατασκευή που μας καθησυχάζει. Εδώ όλα επιτρέπονται, γιατί όλα έχουν συμφωνηθεί εκ των προτέρων και υπάρχει η υπόσχεση μιας κάποιας λύσης. Εδώ είσαι ασφαλής παίζοντας με το ακραίο. Σε αυτό το δωμάτιο τεντώνεσαι τόσο, όσο. Βάρος και ελαφρότητα ισορροπούν στη ζυγαριά και κάθε δημιουργός βάζει τα δικά του βαρίδια που τραμπαλίζουν τον αναγνώστη. Κανείς δεν χρειάζεται να πηδήξει από το παράθυρο για να δει μέχρι που φτάνει το δωμάτιο, αφού το αστυνομικό παραμένει στην καρδιά του ένας ασφαλής γρίφος κλειστού δωματίου.
Όσο το αστυνομικό εστιάζει στην κοινωνία και τον ανθρώπινο ψυχισμό, τόσο παύει να υπάρχει ανδρική και γυναικεία ματιά. Μένει η ανθρώπινη ματιά. Και όσοι και όσες έχουν μάτια βλέπουν πού οδηγείται το πράγμα. Η σιωπή αιώνων στην οποία υποχρεώνονταν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο οι γυναίκες, οι αποκλεισμοί από πεδία δημιουργίας και δράσης καταρρίπτονται και θα καταρρίπτονται εκκωφαντικά τα επόμενα χρόνια. Αν κανείς κοιτάξει λογοτεχνικές επιτροπές, παρέες, ρεύματα ή μόνο τα νούμερα θα διαπιστώσει ότι η αστυνομική λογοτεχνία, όπως και η λογοτεχνία γενικώς, δημιουργούσε εμπόδια για τις γυναίκες, τα οποία παύουν σταδιακά να είναι ανυπέρβλητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν. Οδηγείται, λοιπόν, μια γυναίκα στην αστυνομική λογοτεχνία για να φωτίσει τα ζητήματα λίγο διαφορετικά απ’ ό,τι γινόταν μέχρι τώρα, για να σπάσει ίσως αυτά τα εμπόδια και γιατί δεν θέλει ενδεχομένως να εστιάσει στην ηδονοβλεψία της βίας και ειδικά της βίας κατά των αδυνάμων, αλλά στην κοινωνική συνθήκη που μετατρέπει την ίδια σε θύμα. Θήραμα ανάμεσα σε άλλα θηράματα που πλέον έχει φωνή. Αν κανείς θέλει να δει κάποια διαφορά, τότε θα διαπιστώσει ότι οι γυναίκες διαφοροποιούνται από τους άνδρες δημιουργούς μόνο ως προς το γεγονός ότι δεν παίζουν τόσο επιπόλαια με τα πιστόλια τους και αυτό ορίζει τη νέα αισθητική και τη φρέσκια ματιά που φέρνουν.
Το δικό μου λογοτεχνικό κέντρο αναφοράς στο πεδίο των αστυνομικών αφηγήσεων θα το όριζα στον E.A. Poe, την P. Highsmith και τον G. Simenon. Όμως αυτό είναι ένας μόνο κύκλος, αφού θεωρώ ότι πατρίδα της συγγραφής είναι η ανάγνωση και στη δική μου πατρίδα κατοικούν κλασικοί και σύγχρονοι δημιουργοί από διαφορετικές εποχές, χώρες, λογοτεχνικά ρεύματα και αισθητικά πεδία. Υπάρχει πολυφωνία σε αυτή την πατρίδα και είναι δύσκολο να ορίσει κανείς πώς οι μεγάλες αγάπες του τρυπώνουν στις δικές του ιστορίες.
Σε αυτό το πλαίσιο στην τελευταία τριλογία μου, την «Τριλογία του Βυθού», στην οποία έχουν κυκλοφορήσει μέχρι στιγμής τα δύο πρώτα μέρη (Η νόσος του μικρού θεού, Εκδόσεις Ίκαρος, 2020 και Στη φωλιά του Ιππόκαμπου, Εκδόσεις Ίκαρος, 2021) πειραματίζομαι με το λεπτό όριο μυθοπλασίας και πραγματικότητας και τα κείμενα από μεγάλες λογοτεχνικές αγάπες μου συνομιλούν, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο διακριτικά, με τις αστυνομικές ιστορίες που γράφω. Το τελευταίο βιβλίο της «Τριλογίας του βυθού» που θα κυκλοφορήσει φέτος, συνθέτει ένα τρίπτυχο όπου διαπιστώνουμε ότι δεν είναι μόνο οι λογοτεχνικές αναφορές, αλλά και το πραγματικό έγκλημα που τρυπώνει στη μυθοπλασία, όπως και το αντίστροφο. Με εξαιρετικό ενδιαφέρον παρακολουθώ τη λογοτεχνική κριτική και τους αναγνώστες, καθώς στήνω αυτόν τον επιπλέον γρίφο των αναφορών, ο οποίος προς το παρόν παραμένει άλυτος και αφήνεται μάλλον για τον κριτικό του μέλλοντος. Το αστυνομικό μυθιστόρημα παραμένει άλλωστε ένας μεγάλος γρίφος στην καρδιά του, ένα παιχνίδι που μαγεύει, γυρεύοντας να απομαγευτεί. Ας πούμε ότι τα δικά μου βιβλία, από Τριλογία σε Τριλογία, συνθέτουν ένα μεγάλο παζλ που ακόμη δεν έχει λυθεί από κριτικούς και αναγνώστες, ένα μεγάλο αστυνομικό που αποτελείται από πολλά μικρότερα.
⸙⸙⸙
Η Ευτυχία Γιαννάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε πληροφορική, μουσική τεχνολογία και επικοινωνία και εργάστηκε για αρκετά χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει εκδώσει, με ψευδώνυμο, το μυθιστόρημα Χάρντκορ (Ωκεανίδα, 2000), που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο. Από τις εκδόσεις Ίκαρος κυκλοφορεί η σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων «Η Τριλογία της Αθήνας»: Στο πίσω κάθισμα (2016), Αλκυονίδες μέρες (2017), Πόλη στο φως (2018), το πρώτο μέρος της «Τριλογίας του βυθού»: Η νόσος του μικρού θεού (2020) και η σειρά μυστηρίου για παιδιά Πιτσιμπουίνοι: Τα πρώτα μου μυστήρια.
Πηγή: https://mag.frear.gr/asfalis-grifos-kleistoy-domatioy/