Διαβάστε παρακάτω τη συνέντευξη που παραχώρησε η Ευτυχία Γιαννάκη στην εφημερίδα Τα Νέα και στον Νίκο Κουρμουλή, με αφορμή το νέο της αστυνομικό μυθιστόρημα, Η νόσος του μικρού θεού, με ήρωα τον Αστυνόμο Χάρη Κόκκινο.
Από τις πρώτες συστάσεις με τις οποίες εισήλθε στον χώρο της πεζογραφίας μέχρι σήμερα οι πιο συχνές για την Ευτυχία Γιαννάκη είναι ότι δίνει νέα πνοή στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Οι αναγνώστες της 44χρονης συγγραφέως είχαν την – καλή – ευκαιρία να διαπιστώσουν του λόγου το ασφαλές στην τριλογία της Αθήνας (Στο πίσω κάθισμα, Αλκυονίδες μέρες, Πόλη στο φως, όλα από τον Ικαρο, 2016 – 2018). Η συνέχεια ήρθε με το πρόσφατο βιβλίο Η νόσος του μικρού θεού (επίσης από τις εκδ. Ικαρος), όπου στήνει ένα σύμπαν που κινείται στο ημίφως. Εδώ συναντάμε τον Χάρη Κόκκινο να ζει αποτραβηγμένος στην Πάρο. Ενα δισεπίλυτο έγκλημα με διεθνείς προεκτάσεις ταράζει την περιφραγμένη κοινωνία. Απληστία, εκδίκηση, ναρκισσισμός. Οι τρεις πληγές της εποχής μας. Στην κουβέντα που ακολουθεί, η συγγραφέας ξεδιπλώνει τις σκέψεις της για τη ζωή και τα γράμματα.
Πότε κατέληξες στη συνειδητή απόφαση ότι ήθελες πάνω απ’ όλα να γράψεις αστυνομικό;
Αποφάσισα να δοκιμάσω αυτή τη φόρμα όταν διαπίστωσα ότι μπορεί να ξεφύγει από τα στενά όρια ενός γρίφου με καλοδουλεμένο ρυθμό και ανατροπές για να αποτελέσει τη βάση ανάπτυξης πολυεπίπεδων αφηγήσεων με αφορμή ένα έγκλημα. Στην πρώτη τριλογία πολλοί αναγνώστες έλεγαν ότι πρόκειται για κοινωνικά μυθιστορήματα που χρησιμοποιούν την αστυνομική πλοκή για να θίξουν ζητήματα, τώρα έρχονται μάλλον αντιμέτωποι με ένα μεγάλο κοινωνικό ψυχογράφημα. Με ενδιαφέρει μεταξύ άλλων η ίδια η ρευστότητα των λογοτεχνικών ορίων και η αλήθεια είναι ότι δοκιμάζω τα όρια του αστυνομικού σε αυτή την τριλογία. Είναι καιρός να ασχοληθούμε με το βάθος μιας αφήγησης που καταφέρνει να έχει ταυτόχρονα σφιχτή πλοκή. Δεν ξέρω αν αυτό λέγεται αστυνομικό, κοινωνικό μυθιστόρημα ή απλώς λογοτεχνία.
Στο νέο σου μυθιστόρημα μας βρίσκει στην Πάρο. Κάτω από τον ανελέητο ήλιο, σχεδόν σε κοινή θέα, ένας καλά σχεδιασμένος φόνος. Τι σε κινητοποίησε στο να βρεθείς εκεί και αν τελικά υπάρχει αυτό που ονομάζουμε “τέλειο έγκλημα” τουλάχιστον σε επίπεδο σχεδιασμού.
Γράφω συνήθως για μέρη που με συγκινούν και τα γνωρίζω καλά που έχουν κάποια ρίζα, μια εγγραφή μέσα μου. Η Πάρος είναι ένας τέτοιος τόπος και επελέγη για το ανελέητο μεσογειακό φως που λειτουργεί αντιστικτικά με το εσωτερικό μας σκοτάδι, αλλά και για τα χαρακτηριστικά της μικρής κοινωνίας που την σφιχταγκαλιάζει η ευρωπαϊκή κοινότητα απορροφώντας τα σύμβολα του πολιτισμού της. Από τη μία έχουμε ένα κυκλαδικό ειδώλιο και από την άλλη έναν πίνακα του Ρόθκο. Τόση διαδρομή για να οδηγηθούμε στην αρχή, στην αφαίρεση των περιττών και την επαναφορά στο ανθρώπινο μέτρο. Είναι λοιπόν το σαρωτικό φως των Κυκλάδων αυτή τη φορά που επιχειρεί να τρυπώσει στο βυθό μας. Τον διαρκώς μεταβαλλόμενο βυθό μας, τον ρευστό εαυτό μας που ευτυχώς δεν είναι τέλειος και ως εκ τούτου δεν μπορεί να σχεδιάσει τίποτε τέλειο. Το κυνήγι της τελειότητας εκτός από αδιέξοδο είναι και επικίνδυνο, τόσο για τον κυνηγό, όσο και για την ιδέα-θήραμα που σε αυτή την περίπτωση κατοικεί ευτυχώς μόνο στον κόσμο των πλατωνικών ιδεών.
Η απληστία και οι συνέπειες της αποτελούν ένα από τα κύρια μοτίβα του βιβλίου. Ποια είναι τα συστατικά της κατά τη γνώμη σου;
Ο ναρκισσισμός και η ανάγκη για εξουσία προκειμένου να καλυφθούν κενά, τραύματα, ανασφάλειες. Η ψευδαίσθηση ότι με τα εργαλεία που έχουμε στα χέρια μας, ακόμη και τα πιο ευγενή, την τέχνη, τον έρωτα και τα ίδια τα παιδιά μας θα κατακτήσουμε την αθανασία. Στη ρίζα όλων βρίσκεται πάντοτε η μάχη με την φθορά, την απώλεια και τον θάνατο. Η ζωή όμως είναι ένα ταξίδι από το οποίο κανείς δεν βγαίνει ζωντανός. Ευτυχώς όλα τα καταπίνει και όλα τα επαναφέρει μια διαρκής ανακύκλωση. Φέρνουμε διαρκώς κύκλους, ενώ νομίζουμε ότι τρέχουμε κατοστάρι σε ευθεία.
Ποια μπορεί να είναι για σένα τα κατάλληλα κλειδιά για την καλή κατασκευή της πλοκής, όπως στην “Νόσο”;
Η αντίληψη ότι δεν θα ξεγελάσω τον αναγνώστη με κόλπα και ασκήσεις εντυπωσιασμού μια κατασκευής που θα με φέρνει διαρκώς ένα βήμα μπροστά από τον ίδιο. Με ενδιαφέρει το συναίσθημα αυτού που χάνεται στον μικρόκοσμο που του συστήνω και όχι να παίξω απλώς με το μυαλό του σε επίπεδο γρίφου. Για εμένα η πλοκή γεννιέται από τους ίδιους τους χαρακτήρες. Οι χαρακτήρες και το βάθος τους είναι η ουσία και το βάθος της αφήγησης. Η εξιχνίαση θα γίνει όπως και να ’χει, θα μάθουμε το πως και το γιατί, αλλά οι χαρακτήρες και κυρίως το συναίσθημα που ενεργοποιούν είναι αυτό που θα εγγραφεί στον αναγνώστη.
Στα βιβλία σου κινείσαι στην μεταίχμιο χώρο μεταξύ άσπρου και μαύρου. Οι ήρωες σου διακατέχονται από τραύματα ή και ενοχές. Δεν είναι αλώβητοι. Σε συγκινεί η το ότι ο άνθρωπος κατά βάθος μπορεί να είναι ευάλωτος;
Με συγκινεί η ρευστότητά του, η ικανότητά του να είναι όλοι οι τόνοι και οι αποχρώσεις ανάμεσα στο λευκό και στο μαύρο. Θύτης και θύμα ταυτόχρονα, ικανός για το καλύτερο και το απεχθέστερο. Με ενδιαφέρει πως νιώθει σε αυτό το ταξίδι του καθώς εξελίσσεται και ο ένας εαυτός του καταπίνει τον επόμενο, η μια ιστορία του, την επόμενη. Όλα ρέουν κι εμείς ρέουμε μέσα τους. Με ενδιαφέρει το ταξίδι και η αλλαγή μας όσο αυτό το ταξίδι διαρκεί και η ενότητά μας με τον κόσμο που μας περιβάλλει. Η αντίληψη ότι όλοι είμαστε εκφάνσεις και προσωπεία της ίδιας ρίζας.
Που αποδίδεις το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια το αστυνομικό είναι εκείνο, που οδηγεί τις βιβλιοπωλήσεις παγκοσμίως και συνεχώς διευρύνει το κοινό του;
Είναι δύσκολο να πούμε κάθε φορά τι είναι αυτό που μας αρέσει σε ένα έργο τέχνης. Μπορούμε να βρούμε χίλια δυο λογικά επιχειρήματα, αλλά είναι τελικά το συναίσθημα που θα καθορίσει τη σχέση μας μαζί του. Προφανώς το αστυνομικό καταφέρνει και γεννά έντονα συναισθήματα στους αναγνώστες του. Γιατί τα γεννά; Ίσως γιατί ευθυγραμμίζεται με την ρευστότητα, την αγριότητα, την ασάφεια, αλλά και την ανάγκη για ομορφιά, για τακτοποίηση, για εξιχνίαση, για κατανόηση του ακατανόητου της εποχής. Ο φόβος θεραπεύεται με την αγάπη. Γράφω αστυνομικά γιατί πολεμώ αυτόν τον φόβο, γιατί επιχειρώ να σκύψω με τρυφερότητα στο απόμακρο, το ξένο. Νομίζω ότι οι αναγνώστες μπαίνουν με την ίδια λογική σε μια τέτοια αφήγηση.
Ποιους συγγραφείς θαυμάζεις ή έχεις επηρεαστεί και γιατί;
Θαυμάζω εκατοντάδες συγγραφείς και με έναν τρόπο αγαπώ όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει, τα θεατρικά έργα που έχω δει, τη μουσική που έχω ακούσει, τους πίνακες, όλα αυτά διαπλέκονται κάπως μέσα μου και είναι δύσκολο να ξεχωρίσω ονόματα. Η αναγνωστική διαδρομή μας ή η διαδρομή μας στην τέχνη καθορίζεται από επιλογές, από την τύχη, από ένα λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό κλαδί που πιάνουμε και συνεχίζουμε, το αφήνουμε και πιάνουμε ένα άλλο. Αν έπρεπε να πω κάποια ονόματα που επανέρχονται θα ήταν Ντοστογιέφσκι, Κάφκα, Φόκνερ, Φαλάντα, Καμί, Μπέρνχαρντ, Γέλινεκ, Ουελμπέκ και από το αστυνομικό Χάισμιθ, Κρίστι, Σιμενόν, Καμιλέρι και Ιζζό, αλλά αυτοί είναι απλώς ενδεικτικοί κρίκοι μιας μακριάς αλυσίδας που σε όλο το μήκος της σέρνει την αντίληψή μου για τον κόσμο και τον εαυτό μου.