Βρισκόμαστε στις αρχές του καλοκαιριού του 2020 και ο Χάρης Κόκκινος έχει επιστρέψει από την τριετή οικειοθελή απομόνωσή του στην Πάρο, φέρνοντας μαζί του τον νέο βοηθό του, Παύλο Αλμπάνη. Κι ενώ όλα αποτελούν την αναμενόμενη εισαγωγή στην περίεργη δολοφονία μιας δημοσιογράφου και την εξαφάνιση ενός γνωστού ζωγράφου, η προσοχή του αναγνώστη επιστρέφει διαρκώς σε κάτι που αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Αυτή θα ήταν μια καλή υπόθεση για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αν δεν είχα λάβει ένα μέιλ από το θύμα την παραμονή της δολοφονίας του και αν δεν γνώριζα ότι οι ιππόκαμποι κολυμπούν κόντρα στο ρεύμα μέχρι να σπάσει η καρδιά τους», μας προειδοποιεί η συγγραφέας. Συνειδητοποιούμε τότε ότι η Γιαννάκη εισέρχεται η ίδια στην ιστορία, παρατηρεί τους ήρωες να βιώνουν την αφόρητη καθημερινότητά τους, πώς συμπεριφέρονται στην αληθινή ζωή, πώς αναπτύσσουν σχέσεις και πώς αντεπεξέρχονται στις ψυχοπάθειες της σύγχρονης κοινωνίας, αν δεχτούμε ότι βγαίνουν αλώβητοι απ’ αυτές. Όσοι παρακολουθούμε τη συγγραφέα ως αυτή, την πέμπτη περιπέτεια του Χάρη Κόκκινου, γνωρίζουμε ότι την ενδιαφέρουν πολύ περισσότερα πράγματα από ένα απλό whodunit. Η ενδοοικογενειακή βία που πολλαπλασιάστηκε στο διάστημα της καραντίνας, το εμπόριο έργων τέχνης και η διαρκής επιστροφή του στην επικαιρότητα, τα μυστικά που χρονίζουν μολύνοντας κυρίως τις μικρές αλλά και τις μεγάλες κοινωνίες, τα λάθη των ηρώων της και οι ενοχές που κουβαλούν, είναι μερικά από τα θέματα που επανέρχονται στα βιβλία της. Στη φωλιά του ιππόκαμπου όμως η Γιαννάκη πάει ένα βήμα παραπέρα, συμμετέχει στην εξέλιξη της πλοκής κοιτάζοντάς μας κατάματα, θυμίζοντάς μας αδιάκοπα την παρουσία της ως συγγραφέως, παίζοντας με τα σύμβολα της θάλασσας και του αλλόκοτου θαλάσσιου πλάσματος που είναι ο ιππόκαμπος, με τα χρώματα και τους τόπους.
Πολυεπίπεδο αστυνομικό μυθιστόρημα δομημένο με αυθεντικά μοντέρνα γραφή, η οποία παραπέμπει στο μέλλον κι όχι στο παρελθόν του αστυνομικού ύφους, χωρίς να απεμπολεί τις συμβάσεις του. Όποιος θέλει, μπορεί να παραμείνει στο πρώτο επίπεδο της αστυνομικής αφήγησης, αλλά ο αναγνώστης που θα αναζητήσει τις γλωσσικές και ψυχολογικές μεταφορές του κειμένου, θα απολαύσει πολύ καλύτερα την πλοκή και τα αφηγηματικά παιχνίδια της Γιαννάκη.
Στη φωλιά του ιππόκαμπου
της ΕΥΤΥΧIΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Ίκαρος
«Αθήνα. Ύδρα. Ιούνιος 2020. Μια μαχόμενη δημοσιογράφος εντοπίζεται νεκρή στην πισίνα ενός ρετιρέ στο Κολωνάκι, στο διαμέρισμα του πρώην συζύγου της, διακεκριμένου ζωγράφου, που παραμένει εξαφανισμένος. Στο στήθος της έχει ένα τατουάζ με έναν τεράστιο ιππόκαμπο. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και η κοινή γνώμη αναστατώνονται, με τα πιθανά σενάρια της δολοφονίας να μένουν ανοιχτά μέχρι το τέλος. Το κουβάρι αυτής της υπόθεσης, που ξεδιπλώνεται μεταξύ Ύδρας και Αθήνας, εμπλέκει τον αστυνόμο Χάρη Κόκκινο και την ομάδα του σε μια υπόθεση που τους φέρνει αντιμέτωπους με φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας, κυκλώματα τέχνης, τα όρια της δημιουργίας και τα κλειστά στόματα της μικρής κοινωνίας που μπορεί να βρίσκεται σε ένα νησί ή στην καρδιά μιας μεγαλούπολης.
Αυτό το βιβλίο αποτελεί το δεύτερο μέρος της “Τριλογίας του βυθού”, ενός εύπλαστου σύμπαντος, ενός βυθού που καταπίνει τα πάντα εκτός από τις ιστορίες μας, αληθινές μέσα στο ψέμα τους και ψεύτικες μέσα στην αλήθεια τους, νομίζοντας ότι έχουμε αντιληφθεί πώς παίζεται το παιχνίδι και διαπιστώνοντας κάθε φορά ότι δεν ήταν μόνο αυτό, ότι στη φωλιά του ιππόκαμπου κανείς μας δεν είναι αθώος».