Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, για την Εφημερίδα Ηχώ της Άρτας
Την αγαπούσε, αχ, πόσο την αγαπούσε πριν. Όλοι είχαν να το λένε.
Όταν κατέβηκε στην πολιτική, τότε ήταν που άλλαξαν όλα. Άρχισε να τρέχει πίσω απ’ τον καθένα ψαρεύοντας ψήφους, ξεφτιλιζόταν χειρότερα κι από αυτές που κολλάνε το χαμόγελο στη μούρη τους για να πουλήσουν κανένα τάπερ, κανόνιζε συνάξεις από σπίτι σε σπίτι κουβαλώντας φρέσκα βουτήματα, δήθεν χειροποίητα, που στην πραγματικότητα τα έπαιρνε από μια γειτόνισσα με το κιλό, πήγαινε και παρουσιάζε βιβλία που έβαζε την κόρη τους να τα διαβάζει, αφού η ίδια δεν είχε καταφέρει να τελειώσει ποτέ ούτε διήγημα, και μετά μάθαινε απέξω όσα της είχε γράψει η κόρη στο χαρτί για να τα πει παπαγαλία, κάθε τόσο έβγαινε στα τοπικά ραδιόφωνα με τη γλώσσα της να τρέχει ροδάνι για τα ελάχιστα που ήξερε και για τα πολλά που αγνοούσε, κυρίως γι’ αυτά που αγνοούσε. Υπήρξε μια γενναία της άγνοιας, όπως οι περισσότεροι πολιτικά γενναίοι, δηλαδή.
Μια φορά βάφτηκε βαριά σαν τραβεστί, κρέμασε το εμπριμέ φουλάρι της πάνω σ΄ ένα μπλε ελεκτρίκ σακάκι που το φόρεσε χωρίς πουκάμισο για να φαίνεται το μισό στήθος της όταν έσκυβε και βγήκε στο κανάλι που έχει στήσει παράνομα ο εργολάβος και που όλοι τον σιχαίνονται γιατί έχει καταστρέψει την πόλη με τα εξαμβλώματά του, κάτι γυάλινα θηρία πάνω στην κεντρική πλατεία με τα πέτρινα. Σε όλη την εκπομπή χασκογελούσε με τις άσχετες ερωτήσεις της δημοσιογράφου και στο τέλος έφτασαν να μιλάνε για συνταγές. Μα, για συνταγές; Εντάξει, ο εργολάβος ήθελε να βγει η κυρά Κούλα πρώτη σε ψήφους και είχε κανονίσει κι αυτή τη συνέντευξη ανάμεσα σε άλλα, όμως τι δουλειά είχαν οι συνταγές με την πολιτική; Τι δουλειά είχε η κυρά Κούλα με την πολιτική; Γιατί κυρά Κούλα την φώναζαν όλοι, πάρα το φτιασίδωμα και τις πολύχρωμες κάρτες που μοίραζε με το όνομά της ολόκληρο, Κατερίνα Καράκου. Το Κατερίνα είχε φροντίσει να το αλλάξει από νωρίς η μάνα της και να της το κάνει Κούλα. Κοφτό και σαφές. Μετά από είκοσι χρόνια πήρε αυτός σειρά και της έκανε το Καράκου, Φλεβοτόμου. Εξίσου σαφές. Όμως όλα αυτά τα σαφή, μια ολόκληρη ζωή που προηγήθηκε δηλαδή, την ξέχασε η κυρά Κούλα, έφερε ένα σβου μονοκοντηλιά κι επανέφερε στις κάρτες όχι μόνο το βαφτιστικό απ’ τη μάνα της μάνας της, αλλά, άκουσον άκουσον, και το πατρικό της που το ξέθαψε η τυμβωρύχος ειδικά για τις εκλογές.
«Δεν μπορώ να κατέβω υποψήφια με το Φλεβοτόμου», είπε αποφασιστικά, «είναι απωθητικό. Θα φοβάται ο κόσμος να με ψηφίσει. Τι σημαίνει άλλωστε το Φλεβοτόμου; Θα με φαντάζεται ο άλλος να παίρνω ένα νυστέρι και να του ανοίγω το χέρι μέχρι να στραγγίξει το αίμα του. Δηλαδή τι θα καταλαβαίνει μέσα στο κατακαλόκαιρο, μπροστά στην κάπλη, ιδρώνοντας στο παραβάν; Α, αυτή πρόκειται να μας πιει το αίμα. Μαύρισέ την. Όχι, όχι, με τίποτα, αυτό θα είναι πολιτική αυτοκτονία».
Είχε μάθει την πολιτική αυτοκτονία η κύρα Κούλα, ενώ δεν είχε σκεφτεί ποτέ την κανονική.
«Μπράβο, η κυρά Κούλα», του έλεγαν όλοι, «έχει το πολιτικό δαιμόνιο μέσα της. Όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει».
Ποιό δαιμόνιο; Δαίμονας σωστός είχε γίνει. Έταζε πράγματα που ήξερε εκ των προτέρων ότι δεν μπορούσε να τα κάνει κι άλλα που δεν είχε ιδέα πως να τα κάνει, αλλά έλεγε σε όλους ναι, τους χαμογελούσε, τους έγνεφε από μακριά με αέρα νίκης, αυτή, το απόλυτο outsider που στο τέλος έφτασε να προηγείται στις δημοσκοπήσεις κι έκαναν τον σταυρό τους όλοι μαζί οι δημοσκόποι κι έστελναν βιογραφικά για να αλλάξουν δουλειά με αυτά που έβλεπαν τα μάτια τους.
Οι νέοι γέλαγαν κι έλεγαν ότι θα την ψήφιζαν για τον χαβαλέ, οι μεγαλύτεροι πίστευαν ότι κι ένα να έκανε από τα εκατό που έλεγε, πάλι έφτανε, κάτι συνομήλικές της γιατί τους άρεσε το στιλ της, κάτι άλλες γιατί τους είχε πιάσει στο ψι πι και τους έταζε θέσεις στο δημαρχείο, οι περισσότεροι γιατί είχαν απογοητευτεί από τον προηγούμενο δήμαρχο και πίστευαν ότι δεν μπορούν να απογοητευτούν περισσότερο από την κυρά Κούλα που ήταν γυναίκα του λαού, η κυρία του χασάπη που είχε το καλύτερο κρέας της πόλης και δεν ξεγέλασε ποτέ κανέναν. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, η κυρά Κούλα έχτιζε καριέρα στις πλάτες του χασάπη. Από εκεί έπεφτε το χρήμα, από εκεί ερχόταν η καλή φήμη, αυτή ήταν μια ζωή νοικοκυρά, κλεισμένη στο σπίτι, στην τοπική κοινωνία είχε τη φήμη που είχε ο άντρας της. Τίμιος, με το καλύτερο κρέας, εξυπηρετικός, έτοιμος να βοηθήσει όσους δεν είχαν, χωρίς ποτέ να γκρινιάξει. Αυτός ήταν, συνεπώς αυτή ήταν. Τελεία.
Τώρα, προς τι ο αόριστος. Μια βδομάδα πριν από τις εκλογές η κυρά Κούλα πέρασε απ’ το χασάπικο να του πει ότι θα αργούσε σε κάποια εκδήλωση και ο χασάπης πήρε και τρελάθηκε κι άρχισε να ουρλιάζει και να της καταλογίζει, όσα μάζευε μέσα του από τότε που ξεκίνησε η ιστορία. Δε θα γινόταν ο κύριος της κυρίας, δε θα ξεφτιλιζόταν επειδή εκείνη είχε πάρει ψηλά τον αμανέ και φλόμωνε τον κόσμο στο ψέμα, δε θα γκρέμιζε αυτό που με τόσο κόπο είχε χτίσει για ένα καπρίτσιο, ακόμη κι αν ήταν πολιτικό, ακόμη κι αν οι δημοσκοπήσεις της έδιναν εξήντα τοις εκατό με τις μπαρούφες που έλεγε. Θα ήταν πάντα ο Φλεβοτόμος με τ’ όνομα κι αυτή θα παρέμενε η Φλεβοτόμου με το όνομά του.
Της ζήτησε να αλλάξει ξανά το επίθετο στις κάρτες. Εκείνη αρνήθηκε πεισματικά. Της ζήτησε να παραιτηθεί από την κούρσα του δημαρχιακού θώκου. Εκείνη αρνήθηκε πεισματικά. Το απαίτησε κολλώντας το πρόσωπό του στο δικό της. Εκείνη αρνήθηκε πεισματικά. Το επέβαλε πιάνοντας την από τον λαιμό. Εκείνη αρνήθηκε πεισματικά. Κούνησε τον μπαλτά. Εκείνη αρνήθηκε πεισματικά. Τι, θα καθόταν να τη σκοτώσει από πολιτικό πείσμα; Κάθισε.
Την έκοψε σε κομμάτια, την σφράγισε στο ψυγείο, το μεγαλύτερο μέρος της το έκανε κιμά και το πούλησε στη γειτονιά τις επόμενες μέρες. Όλοι κυριεύτηκαν από πανικό όταν έμαθαν από τις τηλεοράσεις τι έριχναν πάνω στα μακαρόνια τους μέσα στο κατακαλόκαιρο. Οι δημοσκοπήσεις τελικά δεν επαληθεύτηκαν, η κυρά Κούλα δεν πέρασε την πόρτα Δημαρχείου ούτε σε τάπερ και φυσικά, κανείς δεν έβαλε κρέας στο στόμα του το επόμενο διάστημα.
«Η κυρά Κούλα με το πείσμα της, αν έβγαινε δήμαρχος, κάτι θα πετύχαινε, αλλά κάτι τέτοιους τους τρώνε». Έτσι έλεγαν προφητικά εδώ και καιρό μεταξύ τους, αλλά τώρα πια το ήξεραν και βαθιά μέσα τους όλοι οι γενναίοι της άγνοιας.
Πηγή: