Ευτυχία Γιαννάκη: Θέλω να γράφω ιστορίες που έχουν ενδιαφέρον
Η συγγραφέας μας μιλά για το νέο της αστυνομικό μυθιστόρημα “Η νόσος του μικρού θεού” (Εκδ. Ίκαρος), το πρώτο μέρος της νέας της τριλογίας.
Επιμέλεια: Αλέξανδρος Στεργιόπουλος
H Ευτυχία Γιαννάκη έκανε αίσθηση με το ντεμπούτο της στην αστυνομική λογοτεχνία. Μας έδωσε την “Τριλογία της Αθήνας” και μέσα απ’ αυτή γνωρίσαμε την ενδιαφέρουσα περίπτωση του αστυνόμου Χάρη Κόκκινου,πρωταγωνιστή των βιβλίων της. Μέσα από τα βιβλία “Στο πίσω κάθισμα”, “Αλκυονίδες Μέρες”, “Πόλη στο φως” έφτιαξε ένα καθρέφτη μιας χώρας σε κρίση, σε πτώση.
Τώρα, εγκαινιάζει τη νέα της τριλογία, την “Τριλογία του βυθού” με το βιβλίο “Η νόσος του μικρού θεού”. Η συγγραφέας δέχτηκε να μας μιλήσει γι’ αυτό, αλλά και για την αστυνομική λογοτεχνία στην Ελλάδα και γενικότερα. Τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Ίκαρος. Την ευχαριστούμε. [οι φωτογραφίες από την ιστοσελίδα της συγγραφέως giannaki.com]
Πώς προέκυψε “Η νόσος του μικρού θεού”;
Το βιβλίο είναι αυτόνομο, αλλά και συνέχεια της προηγούμενης αστυνομικής τριλογίας, της Τριλογίας της Αθήνας, με πρωταγωνιστή τον αστυνόμο Χάρη Κόκκινο που καθρέφτισε την εποχή της κρίσης και της μεγάλης οικονομικής πτώσης της χώρας. Τη στιγμή που ολοκληρώνεται το προηγούμενο βιβλίο ο Αστυνόμος Κόκκινος συντρίβεται εξαιτίας ενός προσωπικού ζητήματος. Με αυτό το βιβλίο, λοιπόν, που εγκαινιάζει τη νέα Τριλογία του βυθού, στην ουσία παρακολουθούμε, μέσα από μια νέα αυτόνομη ιστορία αστυνομικής πλοκής και πώς ένας άνθρωπος καταφέρνει να σηκωθεί μετά από τη μεγάλη πτώση, πώς η κοινωνία σηκώνεται μετά από μια μεγάλη οικονομική κρίση, αν σηκώνεται, και πώς από το σκοτάδι επιστρέφει κανείς στο φως.
Φυσικά, κι αυτή τη φορά ένα έγκλημα πρέπει να εξιχνιαστεί και με αφορμή αυτό ξεδιπλώνεται το κοινωνικό σχόλιο και η κατάδυση στη ψυχοσύνθεση των ηρώων που είναι πάντοτε το ζητούμενο. Δεν θέλουμε να δούμε απλώς τι συνέβη, αλλά γιατί συνέβη. Κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας, κλειστά στόματα, συλλέκτες, μοιραίες συναντήσεις, το παρελθόν που επιστρέφει και εκδικείται είναι μόνο κάποια από τα ζητήματα που θίγονται. Με αυτό το βιβλίο επιστρέφει λοιπόν ο κεντρικός πρωταγωνιστής μέσα από μια ιστορία που τοποθετείται σε διαφορετικό σκηνικό. Πριν ήταν η Αθήνα, τώρα οι Κυκλάδες, η Πάρος με όλα τα χαρακτηριστικά μιας μικρής κοινωνίας που αποτελεί τη ρίζα και τον καθρέφτη της Ευρώπης.
Θα τον δούμε μόνο σε νησιωτικό περιβάλλον;
Θα τον δούμε σίγουρα κοντά στο υγρό στοιχείο. Όλες οι ιστορίες έχουν να κάνουν με το νερό, το οποίο λειτουργεί ως στοιχείο κάθαρσης και αναγέννησης, αλλά και ως στοιχείο κατάδυσης, δηλαδή εξερεύνησης των πιο σκοτεινών πτυχών του ήρωα όσο και του κόσμου που τον περιβάλλει και της ρευστότητας των ορίων καλού, κακού, θύτη και θύματος.
Στην πρώτη τριλογία η Αθήνα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αφήγηση. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα; Έχεις δώσει προσοχή στο τοπίο;
Πάντα ο τόπος συνδέεται με την ιστορία και η επιλογή του δεν είναι τυχαία. Άλλωστε, η αστυνομική λογοτεχνία είναι παραδοσιακά δεμένη με συγκεκριμένους τόπους. Σε αυτή την ιστορία είναι η Πάρος, η καρδιά των Κυκλάδων και ο τόπος λειτουργεί ως καθρέφτης βεβαίως του ψυχικού κόσμου των ηρώων. Πρόθεση μου δεν είναι να αποτυπώσω απλώς τη μικρή κοινωνία των Κυκλάδων, αλλά τη μικρή κοινωνία των Κυκλάδων όπως τη φιλτράρουν οι ήρωες του βιβλίου. Είναι το ψυχικό πεδίο των χαρακτήρων που φωτίζει τον τόπο με ιδιαίτερο τρόπο και τον καθιστά πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη μιας ιστορίας.
Με την “Τριλογία του βυθού” θες να πεις κάτι στο κοινό;
Η προηγούμενη Τριλογία ήταν ένας μεγάλος κοινωνικός καθρέφτης μιας χώρας σε κρίση, σε πτώση. Σε αυτήν την τριλογία θέλω να εισάγω τους αναγνώστες σε ένα μεγάλο κοινωνικό ψυχογράφημα, σε μια αστυνομική λογοτεχνία που δεν ασχολείται μόνο με τον γρίφο της εξιχνίασης ενός εγκλήματος ή την αποτύπωση των κοινωνικών ζητημάτων επιφανειακά, αλλά ανοίγει ένα παράθυρο σε βαθύτερες σκέψεις και συναισθήματα στον αναγνώστη. Δεύτερος στόχος μου είναι η ανάδειξη της ρευστότητας, των ορίων των λογοτεχνικών ειδών. Τι είναι αστυνομική λογοτεχνία και πως συνομιλεί με τα υπόλοιπα λογοτεχνικά υποείδη; Τι είναι μυθοπλασία και τι πραγματικότητα και πώς εμπλέκεται ο συγγραφέας και ο αναγνώστης στο ίδιο το έργο; Κυριαρχεί δηλαδή το στοιχείο της ρευστότητας, τα πολλά πρίσματα ή πρόσωπα της πραγματικότητας και τα πολλά πρόσωπα που μπορεί να έχει η ίδια η αστυνομική αφήγηση.
Μπορεί να καταλάβει κάποιος αν υπάρχει κάτι από σένα στο βιβλίο ή πρέπει να σε γνωρίζει;
Όταν γράφεις και προσπαθείς να αποτυπώσεις το βαθύτερο, αυτό που γνησίως αποτελεί στοιχείο του προβληματισμού σου, δεν είναι δυνατόν και μάλλον δεν έχεις λόγο να κρυφτείς μέσα στο έργο σου. Προφανώς υπάρχουν θραύσματα του εαυτού σου μέσα στην ιστορία και της οπτικής σου σε σχέση με τον κόσμο, όπως βεβαίως τον φιλτράρεις μέσα από τη ματιά των χαρακτήρων σου. Το πώς ενώνει ο αναγνώστης αυτά τα θραύσματα προκειμένου να σχηματίσει μια εικόνα για τον ίδιο τον δημιουργό είναι δικιά του δουλειά και κομμάτι της αχαρτογράφητης και συναρπαστικής σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στον δημιουργό και τον αναγνώστη σε βάθος χρόνου.
Οι ελληνικοί τίτλοι αστυνομικής λογοτεχνίας έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Πιστεύεις ότι έχει διαμορφωθεί ελληνική ταυτότητα στο είδος;
Νομίζω είναι κάπως πρόωρο να μιλήσουμε για κάποιου είδους ρεύμα. Όντως έχει αυξηθεί όπως είπες η παραγωγή κι αυτό δείχνει το ενδιαφέρον τόσο των εκδοτών όσο και των αναγνωστών στο συγκεκριμένο είδος. Ωστόσο είναι πολύ πρώιμο να μιλήσουμε για κάτι το οποίο έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και θα επιτρέψει στο μέλλον οι φιλόλογοι και οι ακαδημαϊκοί να το χαρακτηρίσουν ως λογοτεχνικό ρεύμα. Προς το παρόν νομίζω ότι υπάρχουν φωνές που ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους, που μπορεί ίσως να συνομιλούν κάποιες στιγμές, ίσως και όχι. Ο χρόνος θα δείξει τι θα μείνει και με ποιους όρους.
Υπάρχει ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ή δεν σε αγγίζει;
Η δουλειά της συγγραφής είναι αυστηρά μοναχική και θα έλεγα ότι ο συγγραφέας συνήθως δεν συνομιλεί με τους συνομηλίκους του δημιουργούς, αλλά με όσους προηγήθηκαν και αυτούς που θα ακολουθήσουν. Κάθεσαι λοιπόν με τον εαυτό σου, τα διαβάσματά σου, τις αναφορές σου και τις λέξεις σου και παλεύεις. Δεν μπορεί να υπάρξει λοιπόν ανταγωνισμός, αφού το ζητούμενο όταν γράφεις είναι το δικό σου εσωτερικό ταξίδι. Κάθε τόσο ακούγονται γύρω σου φωνές που άλλοτε συγκλίνουν, άλλοτε αποκλίνουν κι αυτό πάει κάπως τα πράγματα παραπέρα. Αν μιλάμε για το εμπορικό κομμάτι και τον ανταγωνισμό του αυτό συνήθως αφορά τους ανθρώπους που ασχολούνται με την έκδοση και τη διάδοση του έργου. Η δουλειά του δημιουργού ολοκληρώνεται όταν βάζει την τελευταία τελεία και κάνει την επιμέλεια. Η επικοινωνία από εκεί και πέρα δεν έχει σχέση και δεν επηρεάζει τον πυρήνα του έργου. Καθένας με την ιδιαίτερη λογοτεχνική φωνή του συναντά τους αναγνώστες του και αυτό είναι αρκετό.
Τι σημαίνει για σένα αστυνομικό μυθιστόρημα;
Είναι δύσκολο να δίνεις ορισμούς. Ό,τι ορίζεις άλλωστε με έναν τρόπο το περιορίζεις. Για μένα το σημαντικότερο είναι το παιχνίδι με τι λέξεις και να μπορώ να γράφω ιστορίες που έχουν ενδιαφέρον πρωτίστως για εμένα και στη συνέχεια για τον αναγνώστη. Από κει και πέρα αν ανήκουν σε αυτό που λέμε αστυνομική αφήγηση, μεσογειακό νουάρ, κοινωνικό μυθιστόρημα, το μέλλον θα το δείξει. Τα δικά μου βιβλία είναι ανοιχτά σε κρίσεις. Κάποιος θα πει ότι είναι αστυνομικό, άλλος ότι είναι κοινωνικό μυθιστόρημα ή κοινωνικό ψυχογράφημα… Δεν θα μπορούσα να βάλω ταμπέλα γιατί θα περιόριζα αυτό που παίρνει στα χέρια του ο αναγνώστης και σημασία έχει πως θα βιώσει ο ίδιος την εμπειρία μαζί του χωρίς να περιορίζεται.