Στο ξενοδοχείο Ντριμ, στο κέντρο της πόλης, διαμένουν πολλοί ευκατάστατοι ξένοι που επισκέπτονται τη χώρα για λίγες μέρες, μέχρι να τακτοποιήσουν τα παράνομα χαρτιά τους με τα οποία θα συστηθούν στους παραδείσους του Βορρά. Οι συναντήσεις με τους γραφειοκράτες του υποκόσμου γίνονται στο λόμπι, απέναντι από το μικρό μπαρ που σερβίρει κυρίως νοθευμένο αλκοόλ και γαλλικό καφέ μέτριας ποιότητας. Στο πλάι της μπάρας στέκεται μια κακή ρέπλικα της Θεάς Αθηνάς, το δόρυ της οποίας χρησιμοποιείται συχνά ως καλόγηρος για το παλτό του μπάρμαν. Το ασανσέρ που οδηγεί στους τέσσερις ορόφους είναι στενό και με τη βία χωράει μια βαλίτσα με τον συνοδό της. Ο θόρυβος του ασανσέρ αναστατώνει κάθε τόσο τα δωμάτια με τη φθαρμένη μοκέτα και τις βαριές σκονισμένες κουρτίνες. Τα παράθυρα σε όλο το κτίριο είναι πιο βρώμικα απ’ όσο θα περίμενε κανείς ακόμη και για ένα ξενοδοχείο μηδέν αστέρων.
Ο Αστυνόμος Χάρης Κόκκινος ανέβηκε στην ταράτσα του κτιρίου απ’ όπου έκανε το σάλτο μορτάλε ένας άντρας πενήντα ετών, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Οι γραφειοκράτες είχαν αφαιρέσει τα κανονικά χαρτιά του μέχρι να ετοιμάσουν τα πλαστά και δεν αναμενόταν να ταυτοποιήσουν σύντομα τον νεκρό. Όλοι οι ένοικοι και οι περισσότεροι υπάλληλοι του ξενοδοχείου εξαφανίστηκαν μετά το περιστατικό. Στην ταράτσα τον υποδέχτηκε ο διευθυντής, ένας χοντρός που έπασχε από τύψεις επειδή κάπνιζε πολύ και όχι επειδή κατέβαζε τον αγλέορα. Αφότου του ζωγράφισε με το χέρι τη σύντομη διαδρομή της πτώσης, παρακάλεσε για διακριτικό χειρισμό της υπόθεσης, εννοώντας ότι έπρεπε να κλείσουν το θέμα το συντομότερο, ώστε να εξαφανιστεί η αστυνομία από τη γειτονιά και να συνεχίσουν τις δουλειές τους οι διακινητές, οι παραχαράκτες και ο ίδιος. Ήταν κρίμα να πληγεί αυτή η ανθηρή μικροοικονομία στην καρδιά της πόλης σε τόσο δύσκολους καιρούς.
Ο Χάρης παρατήρησε ότι οι γειτονικές πολυκατοικίες ήταν πιο ψηλές κατά δύο ορόφους. Θεώρησε πιθανό κάποιος γείτονας να είχε δει το σκηνικό και να μπορούσε να του πει δυο λόγια για την ανώνυμη καταγγελία που έφτασε στο Αστυνομικό Τμήμα Ακροπόλεως ότι πριν τη μοιραία πτώση ακούστηκαν φωνές. Η έρευνα από πόρτα σε πόρτα κράτησε τρεις ώρες, χωρίς αποτέλεσμα. Θα μπορούσε να είχε διαρκέσει λιγότερο αν παρατηρούσε νωρίτερα ότι στη μπάρα, δίπλα στην Αθηνά κρεμάστρα, καθόταν ένας γέρος που κάπνιζε κι έπινε σα να μην υπήρχε αύριο.
Ο Αστυνόμος μπήκε στο λόμπι για να κάνει ένα τσιγάρο με τον μπάρμαν, πίνοντας δυο γουλιές καφέ και τότε μόνο παρατήρησε τον γέρο που κρατούσε το μέτωπό του κοιτάζοντας το άδειο ποτήρι του. Ο Αστυνόμος τον πλησίασε και τον ρώτησε τι συνέβαινε. Του αφηγήθηκε ότι έμενε στη διπλανή πολυκατοικία, στον πέμπτο. Στις δέκα το πρωί βγήκε στο μπαλκόνι του. Δεν έβγαινε ποτέ και δε μπορούσε να θυμηθεί το λόγο για τον οποίο αποφάσισε να κάνει κάτι το οποίο δεν έκανε ποτέ. Η θέα στον κεντρικό δρόμο δεν είχε να του προσφέρει και πολλά πράγματα. Λίγες εισπνοές καυσαερίου, ίσως, αλλά τίποτα περισσότερο. Βγήκε τέλος πάντων και καθισε για ώρες. Ξαφνικά, γύρω στις δύο το μεσημέρι, είδε τον ξένο στην ταράτσα του ξενοδοχείου να καπνίζει και να ανεβαίνει πάνω στην τσιμεντένια κουπαστή με το τσιγάρο στο χέρι. Ήταν σαφές ότι σκεφτόταν να πέσει. Ένας λογικός άνθρωπος θα έκανε τα πάντα για να αποτρέψει τον υποψήφιο αυτόχειρα. Αντιθέτως, ο γέρος ομολογούσε ότι άρχισε να του φωνάζει, να τον παροτρύνει και να του ζητάει να πηδήξει. Οι παροτρύνσεις κράτησαν πάνω από μισή ώρα. Ο αυτόχειρας του ζητούσε σε σπαστά αγγλικά να πάψει, αλλά ο γέρος συνέχιζε απτόητος. Του φώναζε πήδα, πήδα ή τώρα ή ποτέ, αφού ξέρεις τι σε περιμένει πήδα, πήδα, πήδα… Ο ξένος απαντούσε shut up old shit κι έφερνε τις παλάμες του στα αυτιά του για να μην τον ακούει. Τελικά, πήδηξε για να γλιτώσει από τη φωνή και για να προσγειωθεί στο στενό πεζοδρόμιο με τα χέρια κολλημένα στ’ αυτιά του. Ο γέρος δεν μπορούσε ακόμη να εξηγήσει γιατί εκείνο το πρωί βγήκε στο μπαλκόνι. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα τον βασάνιζε περισσότερο από τον θάνατο του ξένου. Δεν μπορώ να θυμηθώ γιατί βγήκα στο μπαλκόνι, έλεγε και ξανάλεγε.
Το ερώτημα τώρα για τον Χάρη ήταν αν έπρεπε να συλλάβει τον γέρο που ομολογούσε ότι παρότρυνε έναν άνθρωπο να αυτοκτονήσει ή όχι. Ο μπάρμαν ήταν σίγουρος ότι ο ξένος δεν καταλάβε γρι από τα λεγόμενα του γέρου. Δεν ήξερε ελληνικά, αυτό ήταν βέβαιο. Είχε μόλις δυο μέρες στη χώρα. Άρα, μπορούσε να συλλάβει κάποιον που μιλούσε ακατανόητα σε κάποιον που ετοιμαζόταν να αυτοκτονήσει; Τι μπέρδεμα; Το ερώτημα τον απασχόλησε για τα επόμενα δέκα λεπτά και λύθηκε όταν ο γέρος σωριάστηκε στο πάτωμα, λιώμα από το ουίσκι που κατανάλωσε τις τελευταίες τρεις ώρες. Η σύλληψη δεν είχε κανένα νόημα. Μόλις είχε πάθει ανακοπή.
Το ξενοδοχείο σφραγίστηκε τις επόμενες μέρες για φορολογικές, ασφαλιστικές και υγεινομικές παραβάσεις, ενώ ο ξένος δεν ταυτοποιήθηκε ποτέ. Μετά από δύο μήνες ξανάνοιξε. Ο Χάρης δεν ξεκαθάρισε ποτέ πως θα είχε χειριστεί την υπόθεση αν ο γέρος δεν σκοτωνόταν από το ουίσκι μπόμπα που σέρβιρε ο μελαχρινός μπάρμαν που είχε καταφέρει να μετατρέψει μια Θεά σε κρεμάστρα.