Το νέο τεύχος του πολάρ . crime fiction theory φιλοξενεί αφιέρωμα στις γυναίκες της Ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Εξαιρετικά άρθρα, απόψεις, μελέτες, βιβλιοπαρουσιάσεις και νουάρ καλοκαιρινά διηγήματα. Μεταξύ αυτών κι “Ένας ελέφαντας στο δωμάτιο”!
Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το διήγημα.
Ένας ελέφαντας στο δωμάτιο – Ευτυχία Γιαννάκη για το Πολάρ
[2.913 λέξεις]
Η Τίνα κοιμάται δίπλα μου, η ανάσα της είναι ρυθμική. Σηκώνομαι στο σκοτάδι και κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο. Είμαι ιδρωμένος. Δεν φυσάει, το πάρκο είναι άδειο κι ακίνητο. Οι σκιές των πεύκων που άρπαξαν φωτιά πέρυσι, στέκονται σαν σουβλιά που ετοιμάζονται να αναζωπυρωθούν τις νύχτες. Ένα παλιό Audi περνάει με τα φώτα σβηστά. Σε δευτερόλεπτα ακούγεται ένα απότομο σφύριγμα στην άσφαλτο. Κλείνω το παράθυρο για να μην τρυπώνει η ζέστη. Τα τελευταία βράδια η θερμοκρασία δεν πέφτει κάτω απ’ τους τριάντα. Το μπετόν βράζει και τα φώτα στους πρόποδες της Πάρνηθας τρεμοπαίζουν στη νοτίλα.
Επιστρέφω στο κρεβάτι. Μια υγρή στάμπα στην νυχτικιά της Τίνας τεντώνεται, καθώς παλεύει να βολέψει το μαξιλάρι της. Κάτι ψιθυρίζει για τον ανεμιστήρα. Σηκώνομαι και τον ανάβω στρέφοντάς τον στα πόδια του μεταλλικού κρεβατιού μας. Ο έλικας κάνει σαν μικρό αεροπλάνο που απογειώνεται. Ξαπλώνω ξανά και φαντάζομαι ότι με μεταφέρει στην απέναντι πολυκατοικία.
Ξέρω ότι η Δήμητρα στο διαμέρισμα του τρίτου δεν κοιμάται. Ξάπλωσε φορώντας μόνο το εσώρουχό της, όπως κάθε βράδυ, κρατώντας το κινητό που καίει τις παλάμες της, για να σκρολάρει αδιάφορα σε φωτογραφίες φίλων που ποζάρουν με τα καινούρια μαγιό τους στην παραλία. Η ίδια δεν μπορεί να πάει διακοπές φέτος έτσι όπως στράβωσε το πράγμα, ούτε είχε νόημα να αγοράσει καινούριο μαγιό. Το φως στο υπνοδωμάτιό της παραμένει σβηστό και η κουρτίνα τραβηγμένη. Το κινητό της είναι αναμμένο. Τίποτα δεν φαίνεται απ ‘έξω. Πηχτό σκοτάδι χωρίζει τα αντικριστά μπλοκ των πολυκατοικιών μας.
Μου στέλνει μηνύματα στο κινητό μου που το έχω στο αθόρυβο. Δεν τα διαβάζω, όμως ξέρω ότι μικρές πρόστυχες εκρήξεις πάθους είναι εκεί και με περιμένουν, σαν υπομονετικές πυγολαμπίδες που εμφανίζονται κι εξαφανίζονται στο κομοδίνο δίπλα μου. Η οθόνη αναβοσβήνει και σκέφτομαι ότι το μόνο που θέλω είναι να γλιστρήσω απ’ το κρεβάτι, να κλείσω αθόρυβα την εξώπορτα πίσω μου, να με καταπιεί το ασανσέρ, να πεταχτώ στην πυλωτή και από εκεί στην διπλανή πολυκατοικία και στο υπνοδωμάτιο της Δήμητρας. Η ιδρωμένη Τίνα δίπλα μου, αλλάζει πλευρό την στιγμή που φαντάζομαι ότι κολλάω το στήθος μου στο παγωμένο στήθος της Δήμητρας. Η φαντασίωση διακόπτεται απότομα, ένα ρυάκι ιδρώτα τρέχει στον λαιμό μου κι ένα στον λαιμό της Τίνας. Και τα δύο εκβάλλουν στο σεντόνι ανάμεσά μας που έχει γίνει μούσκεμα.
Δεν αντέχω να παλεύω άλλο με τη ζέστη, οπότε σηκώνομαι και πηγαίνω στο ψυγείο. Το πίσω μέρος του σπιτιού δεν είναι ορατό απ’ το δωμάτιο της Δήμητρας, οπότε ανάβω άφοβα τα σποτ πάνω από τον πάγκο. Ακόμη κι αν σηκωθεί και κολλήσει το πρόσωπό της στο τζάμι δεν μπορεί να δει ότι ξύπνησα. Η σκιά μου ελίσσεται ανάμεσα στις ίνοξ επιφάνειες ακριβών ηλεκτρικών συσκευών. Το σπίτι μας είναι καινούριο, τα έπιπλα, τα φωτιστικά, τα ίνοξ της κουζίνας και όλα τα υπόλοιπα. Παντρεμένοι μόλις δυο χρόνια, τα πράγματα δεν έχουν προφτάσει να παλιώσουν κι αυτό είναι κάπως θλιβερό κι αντίθετο με τον γάμο μας που μοιάζει να κουβαλάει το βάρος ενός αιώνα. Με κυριεύει απότομο άγχος όταν συναντιέμαι με τα γυαλιστερά αντικείμενα μέσα στη νύχτα. Στέκονται άθικτα, ενώ εγώ σέρνομαι κουρασμένος και κάθιδρος, ανίκανος να σταματήσω το ωστικό κύμα που έρχεται.
Το πρωί η Τίνα θα φύγει για την δουλειά της στην τράπεζα κι εγώ πριν να πάω στο φροντιστήριο να μιλήσω για τις βασικές αρχές του προγραμματισμού και της πληροφορικής σε αδαή δεκαεξάχρονα, θα πεταχτώ απ΄ το διαμέρισμα της Δήμητρας. Θα το κάνουμε στα γρήγορα στο μπλε υπνοδωμάτιό της, θα μου φτιάξει φραπέ και μετά θα γκρινιάξει για τον Κώστα που την παράτησε, αφότου κατάλαβε τι παίζει. Πριν δυο βδομάδες μάζεψε τα συμπράγκαλά του κι εξαφανίστηκε. Ο Κώστας, ο μηχανικός της πολεοδομίας, έφυγε εξαιτίας μου, εγκατέλειψε χωρίς μάχη την γυναίκα και το σπίτι του. Δεν ξέρει ότι ήμουν εγώ, αλλά ξέρει ότι κάποιος τρύπωνε στο σπίτι του τα πρωινά όταν έλειπε κι αυτό του είναι αρκετό. Όταν ρώτησε ποιος είναι, η Δήμητρα του είπε ότι δεν με ξέρει και κατά κάποιο τρόπο είπε αλήθεια, αφού με τον Κώστα γνωριζόμαστε μόνο φατσικώς και λέγαμε ένα γεια πότε πότε στο μπες βγες του πάρκινγκ. Όταν επέμεινα να μάθω τις λεπτομέρειες για όσα του είπε, με διαβεβαίωσε ότι δεν ξεστόμισε το όνομά μου, ούτε κάτι άλλο σχετικό με την ταυτότητά μου κι αυτό υπήρξε κάπως καθησυχαστικό. Ο Κώστας οδηγεί ένα Όπελ SUV ίδιο με το δικό μου, σε άλλο χρώμα. Φαίνεται ότι έχουμε το ίδιο γούστο στ’ αμάξια και στις γυναίκες. Θα μπορούσαμε να γίνουμε καλοί φίλοι.
Όσο το σκέφτομαι, τόσο μουντζώνω τον εαυτό μου που δεν ήμουν πιο προσεκτικός και ο Κώστας κατάλαβε κι έφυγε κι έκτοτε βολοδέρνει στην πολεοδομία, χωρίς να παίρνει ούτε ένα τηλέφωνο τη Δήμητρα, μηδενίζοντας τις πιθανότητες να τα ξαναβρούν. Με βόλευε απείρως περισσότερο ο Κώστας να μην καταλάβει και να μείνει για πάντα με τη Δήμητρα κάνοντάς της παρέα τα απογεύματα και τα βράδια και στις διακοπές, τον χρόνο δηλαδή που εγώ πρέπει αναγκαστικά να περνάω με την Τίνα. Η Δήμητρα έχει βάλει πλέον το χρονόμετρο αντίστροφα και κάθε τόσο με ρωτάει πότε θα μιλήσω στην Τίνα. Τα πρωινά με το που συναντιόμαστε μου θυμίζει ότι ο χρόνος και η υπομονή της λιγοστεύουν με την ίδια ταχύτητα. Τα βράδια που δεν με πιάνει ύπνος από τη ζέστη και το άγχος σηκώνομαι και περιφέρομαι ανάμεσα στα ίνοξ, βλέποντας τα κόκκινα ψηφία της κουζίνας να αναβοσβήνουν την ώρα. Είναι σα να κοιτάζω το χρονόμετρο της βόμβας της υπομονής της που πρόκειται να εκραγεί. Η κουζίνα, οι γυαλιστερές της επιφάνειες και ο κόριαν πάγκος γίνονται φέτες για να καρφωθούν στο στήθος μου. Ψοφάω απότομα σαν γάτα που την πάτησε ένα παλιό Audi την ώρα που έβγαινε από το πάρκο. Ένα μικρό σφύριγμα στην άκρη του σύμπαντος που αφήνει τους πάντες αδιάφορους.
Κάτι αντίστοιχο έκανε ο πατέρας μου που παράτησε τη μάνα μου πριν είκοσι χρόνια κι ενώ νόμιζα ότι ο κόσμος μας θα γκρεμιστεί, ότι θα ανοίξει στο πάτωμα του σπιτιού μας μια ρωγμή θείας δίκης και θα τον καταπιεί, αυτός εξακολούθησε να έρχεται με το τζιπ του Σαββατοκύριακο παρά Σαββατοκύριακο, κύριος, ξεκούραστος και καλογυαλισμένος για να με πάρει. Μύτη δεν άνοιξε, καμιά ρωγμή δεν τον κατάπιε. Το πρώτο δώρο που μου έφερε ήταν ένας πολύχρωμος ελέφαντας από κάποιο ταξίδι του σε κάποιο εξωτικό μέρος που τον έβαλα μέσα στο δωμάτιό μου και για κάποιο λόγο τον κράτησα μέχρι την εφηβεία. Κάποια στιγμή μου γνώρισε τη νέα του σύζυγο που την είχε κουβαλήσει σ’ εκείνο το εξωτικό ταξίδι και μετά τα νέα τα φρέσκα παιδιά του και όλα καλά. Μια φορά πατήσαμε μαζί μια γάτα και την προσπέρασε σα να μην είχε συμβεί τίποτα, λέγοντας ότι αυτά συμβαίνουν. Είναι πολλά τα γατιά στην πόλη και πετάγονται απότομα στον δρόμο. Ποιός ασχολείται; Η μάνα μου έβρασε μόνη στο ζουμί της μερικά χρόνια και μετά είπε ότι ήταν καλύτερα που έφυγε νωρίς. Έκτοτε είχε εμένα και την ησυχία της. Τον ελέφαντα τον εντόπισε μετά από χρόνια σε μια εκκαθάριση της ντουλάπας μου και τον χάρισε στο εγγόνι μιας φίλης της.
Ο πατέρας μου πέθανε φέτος την άνοιξη. Δεν πήγα στην κηδεία του, όχι από μίσος για την προδοσία, ούτε καν, αλλά γιατί δεν πήγε ούτε εκείνη και προτίμησα την κρίσιμη ώρα να μείνω μαζί με τη μάνα μου, να είναι σίγουρη πως εγώ υπήρξα και θα είμαι πάντα πιστός. Αυτό έγινε πριν τρεις μήνες και την ίδια μέρα, επιστρέφοντας από το σπίτι μας συναντήθηκα με την Δήμητρα στην πυλωτή που επικοινωνεί με την πυλωτή της δικιά μας πολυκατοικίας και ήταν κάπως σα να πήγαινα στην κηδεία του πατέρα μου, ενώ κοπανιόμουν πάνω της. Το φλερτ είχε ξεκινήσει καιρό, αλλά εκείνη την ημέρα το πήρα απόφαση κι έκανα το βήμα. Βρέθηκα σ’ ένα παράξενο σύμπλεγμα που με απωθούσε και με έλκυε την ίδια στιγμή. Μέχρι σήμερα το ίδιο παγωμένο κενό με τρομάζει και με ρουφάει ταυτόχρονα. Το παγωμένο στήθος της Δήμητρας, μέσα στον καύσωνα, είναι όλα όσα θέλω και μπορώ να σκεφτώ έκτοτε, αλλά αυτή η ιστορία δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρον. Δεν μπορεί να εξελιχθεί σ’ ένα μακρόσυρτο μυθιστόρημα, πρέπει να συνοψιστεί σ’ ένα σύντομο διήγημα, μια παρένθεση μέσα στην μεγαλύτερη ιστορία μου.
Σκέφτηκα ότι μια λύση είναι να το τελειώσω με τη Δήμητρα μπαμ μπαμ, παρά την έξαψη που μου προκαλεί ακόμη. Να δεχτώ μερικά χτυπήματα από τις γροθιές της στο στήθος μου και μερικές βρισιές και να την παρατήσω απέναντι στον τρίτο, ελπίζοντας ότι δεν θα διασχίσει την εξώπορτα της πολυκατοικίας για να χτυπήσει το κουδούνι μας σε ανύποπτο χρόνο επιχειρώντας να συναντήσει την Τίνα. Μια άλλη λύση είναι να αφήσω την Τίνα και τα καινούρια μας έπιπλα και να μετακομίσω απέναντι, αφού δεχτώ μερικά χτυπήματα στο στήθος από τις γροθιές της και μερικές βρισιές και την παρατήσω στο διαμέρισμά μας, ελπίζοντας ότι δεν θα διασχίσει την εξώπορτα της απέναντι πολυκατοικίας χτυπώντας το κουδούνι της Δήμητρας σε ανύποπτο χρόνο για να την συναντήσει. Αυτή η γειτνίαση κάνει τα πράγματα κάπως περίπλοκα και είναι κάτι που δύσκολα αλλάζει αφού τα διαμερίσματα είναι ιδιόκτητα. Το δικό μας είναι στο όνομα της Τίνας και το απέναντι στο όνομα της Δήμητρας. Ίσως η καλύτερη λύση είναι να τις αφήσω στις ιδιοκτησίες τους και να εξαφανιστώ κι εγώ όπως έκανε ο Κώστας, αλλά που να πάω ένας ωρομίσθιος καθηγητής πληροφορικής σε φροντιστήρια; Η ποιότητα της ζωής μου θα κατρακυλήσει απότομα, πληρώνοντας ένα τεράστιο τίμημα για το τίποτα, για μια περιστασιακή καψούρα μέσα στον καύσωνα για την οποία με μια πρόχειρη ψυχανάλυση ευθύνεται το αμαρτωλό παρελθόν του πατέρα μου. Ίσως το καλύτερο όπως το σκέφτομαι μέσα στη νύχτα, είναι να βρω τον Κώστα και να τον πείσω να γυρίσει στο σπίτι του.
Όταν ξημερώνει σηκώνομαι και θρονιάζομαι στον υπολογιστή. Εκτυπώνω κάποιες ασκήσεις για το φροντιστήριο και μετά αρχίζω να ψάχνω τον Κώστα. Facebook, LinkedIn, Περιφέρεια, Πολεοδομία, νάτος ο Κώστας, χαμογελαστός και αδιάφορος στην φωτογραφία του βιογραφικού του. Φεύγω από το σπίτι πριν να σηκωθεί η Τίνα, βάζω μπρος και σ΄ ένα τέταρτο είμαι στον προορισμό μου. Παρακολουθώ έναν έναν τους υπαλλήλους και άσχετους να καταφθάνουν. Ο Κώστας είναι συνεπής στη δουλειά του. Παρκάρει το Όπελ, περνάει την είσοδο τη υπηρεσίας του με γοργό βήμα κι εξαφανίζεται. Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο, διασχίζω τον δρόμο, περνάω την ίδια είσοδο, ανεβοκατεβαίνω σκάλες σαρώνοντας τους ορόφους και ρωτώντας τον εντοπίζω να κάθεται σ΄ ένα γραφείο πίσω από τον υπολογιστή του. Τα γαλάζια μάτια του πηγαινόρχονται στην παλιά οθόνη που τρεμοπαίζει. Οι ξανθές τρίχες του χεριού του γυαλίζουν στο πρωινό φως. Μια μικρή μπάκα, μια μπυροκοιλιά που την τρέφει η καθιστική ζωή με προετοιμάζει για έναν αδιάφορο τύπο. Δεν έχω σκεφτεί ακριβώς τι θα του πω.
Με βλέπει κι ευτυχώς με αναγνωρίζει αμέσως. Προσποιούμαι ότι θέλω να κάνω μερικές ερωτήσεις για τον παράνομο ημιυπαίθριο του ακινήτου μας. Μου λέει ότι θα με εξυπηρετήσει επειδή είμαι γείτονας, παρόλο που το πόστο του δεν είναι γι’ αυτές τις δουλειές. Επιτέλους συστηνόμαστε και του λέω ότι είμαι ο Ιάσωνας, αποκρύπτοντας βεβαίως ότι πηδάω τη γυναίκα του. Σχολιάζει ότι είναι ωραίο το όνομά μου, όπως κάνουν όλοι όσοι με γνωρίζουν. Δεν φαίνεται καθόλου συντετριμμένος ή να τον απασχολούν τα προσωπικά του. Ελπίζω να μην έχει βρει καμιά γκόμενα και να έχει βολευτεί με την νέα κατάσταση. Παίρνω κάτι χαρτιά, τον ευχαριστώ και του προτείνω να τον κεράσω μια μπύρα για να ξεχρεώσω την βοήθειά του. Τσιμπάει. Μάλλον έχει αρκετό ελεύθερο χρόνο από τότε που χώρισε. Κλείνουμε ραντεβού στην μπυραρία στην πλατεία απέναντι με το που σχολάει.
Μέχρι να φτάσει η ώρα περνάω από την Δήμητρα που συνεχίζει να μου στέλνει μηνύματα, τηλεφωνώ στην Τίνα που πνίγεται στη δουλειά στην Τράπεζα, φτάνω στο φροντιστήριο όπου χτυπάω τρία δίωρα, προετοιμάζοντας τα επόμενα κεφάλια που θα θυσιαστούν στην λαιμητόμο των Πανελλαδικών. Μέχρι τις πέντε έχω επιστρέψει στο σπίτι, έχω τσιμπήσει, έχω φιλήσει σταυρωτά την Τίνα την ώρα που σωριάζεται στον καναπέ μπροστά σε μια καινούρια αστυνομική σειρά του Νetflix. Της λέω ότι έφτασε η ώρα να τακτοποιήσουμε τον ημιυπαίρθιο και ότι έχω κανονίσει να πιω μια μπύρα με τον πολεοδόμο γείτονα. Μου λέει να μην τα μπλέκω πολύ, αλλά την διαβεβαιώνω ότι έχω τα πάντα υπό έλεγχο.
Θρονιαζόμαστε στην μπάρα ώστε οι μπύρες πηγαινόρχονται πιο εύκολα. Ό,τι έβγαλα το πρωί, το κερνάω στον νεροφίδα Κώστα που δεν λέει να ανοίξει το στόμα του για τα προσωπικά του. Κάποια στιγμή αρχίζει επιτέλους να ξερνάει την πίκρα του. Τον παρηγορώ. Με ακούει πιο προσεκτικά απ’ όσο θα περίμενα. Φεύγουμε τρεκλίζοντας. Κανονίζουμε να ξαναβρεθούμε στο ίδιο μέρος σε λίγες μέρες για να ανταποδώσει με κέρασμα την στήριξη. Μέχρι τότε σηκώνομαι νωρίς τα πρωινά, η Τίνα φεύγει για δουλειά, πετιέμαι στη Δήμητρα, πάω στο φροντιστήριο, γυρίζω, βάζω τον κλιματισμό, τηλεφωνώ στη μάνα μου, επιστρέφει η Τίνα, τρώμε απ’ έξω, βάζουμε το αστυνομικό στο Netflix, σωριαζόμαστε στο κρεβάτι, η θερμοκρασία παραμένει σε υψηλά επίπεδα για την εποχή, οι πυγολαμπίδες το βράδυ αναβοσβήνουν στο κομοδίνο, τα φώτα στις ρίζες της Πάρνηθας τρεμοπαίζουν, το πάρκο παραμένει ακίνητο, τα γατιά συντρίβονται από ρόδες, ο ανεμιστήρας εξακολουθεί να κάνει σαν μικρό αεροπλάνο που με απογειώνει και με πετάει στο διαμέρισμα του τρίτου απέναντι. Την επόμενη Τετάρτη το απόγευμα συναντιέμαι με τον Κώστα και μετά κανονίζουμε κάθε Τετάρτη. Το σχήμα επαναλαμβάνεται όλο το καλοκαίρι. Μια ατέλειωτη νύχτα με καύσωνα με κρατάει ξάγρυπνο.
Η αντίστροφη μέτρηση της Δήμητρας τρέχει, η βόμβα ετοιμάζεται να εκραγεί, στην κουζίνα λεπτές φέτες ίνοξ καθρεφτίζουν το ιδρωμένο στέρνο μου. Η Δήμητρα με απειλεί να μην φύγω διακοπές και ότι αν φύγω σα να μην τρέχει τίποτα θα μιλήσει στην Τίνα. Πείθω την Τίνα ότι ένα δεκαπενθήμερο ταξίδι στο εξωτερικό τα Χριστούγεννα είναι καλύτερο από την απάτη των Κυκλάδων που θα μας στοιχήσει τα πόδια μας τον Αύγουστο. Τα ευφάνταστα επιχειρήματά μου και τα παραμύθια που της αραδιάζω με πείθουν ότι είμαι έτοιμος να γράψω μυθιστόρημα ή να κατέβω στην πολιτική. Επιμένω ότι πρέπει να κάνουμε οικονομία να ξεμπερδεύουμε με το πρόστιμο για τον ημιυπαίθριο που έχει μετατραπεί σε ανεξήγητο στόχο ζωής. Η Τίνα μου ανακοινώνει ότι είναι έγκυος. Στην ηλικία της θα κοιτάξει να πάρει κανένα χαρτί για επαπειλούμενη εγκυμοσύνη προκειμένου να την βγάλει στο σπίτι. Οι αναγούλες έχουν αρχίσει και μια μικρή αποκόλληση την θορυβεί. Δεν θέλει με τίποτα να χάσει το παιδί. Πάμε μαζί στον γυναικολόγο και ακούμε την καρδιά του που χτυπάει πολύ γρήγορα.
Λίγο πριν να μπει ο Σεπτέμβρης, συναντώ ξανά τον Κώστα που έχει διυλίσει συνολικά τριάντα λίτρα μπύρας όλο το καλοκαίρι κι έχει χωνέψει την πλύση εγκεφάλου που του κάνω, οπότε με ενημερώνει ότι αποφάσισε επιτέλους να τηλεφωνήσει στη Δήμητρα με σκοπό να συναντηθούν. Η Δήμητρα του ρίχνει μια δυο πόρτες και μετά υποχωρεί. Δεν μου λέει τίποτα, εξακολουθεί μαζί μου σα να μην τρέχει τίποτα, μάλιστα το σεξ είναι καλύτερο από ποτέ, αλλά μαθαίνω τα πάντα από τον Κώστα που με εμπιστεύεται περισσότερο και από τους κολλητούς του, αφού όλοι οι υπόλοιποι βρίσκονται στον αντίποδα και του λένε να την σουτάρει ανεπιστρεπτί. Για να γλιτώνει με την γκρίνια τους φωλιάζει στην καλοσύνη του ξένου που έχει μπει για τα καλά στη ζωή του τους τελευταίους μήνες, δηλαδή στην αγκαλιά μου. Εξακολουθώ να του πιπιλάω το κεφάλι, τον ενθαρρύνω μέχρι που όλες οι αντιστάσεις του κάμπτονται κι αρχίζει να την βομβαρδίζει με μηνύματα.
Πριν να τα ξαναβρούν κανονίζω να τα δώσω όλα με την Δήμητρα. Κάνουμε έρωτα εδώ κι εκεί, σε κάθε γωνιά του σπιτιού τους, ιδροκοπάμε και το τελευταίο που περιμένω είναι να την ακούσω να με ρωτάει ξανά πότε θα μιλήσω επιτέλους με την Τίνα. Προφανώς ζυγίζει την πιθανότητα να χωρίσω για να δει αν θα με στείλει και αν πρέπει να περιμαζέψει ξανά τον Κώστα. Της τα φέρνω δύσκολα, έχοντας στο μυαλό μου ότι ο Κώστας περιμένει στην γωνιά τους μυαλού της με τις βαλίτσες του στο χέρι και τότε συμβαίνει το αδιανόητο.
Κάποια στιγμή της ξεστομίζω το μεγάλο μυστικό, ότι η Τίνα είναι έγκυος και δεν μπορώ να την παρατήσω. Αρχίζει να ωρύεται και να με χτυπάει κι έτσι όπως είμαστε γυμνοί αρπάζει ένα μαχαίρι που έχει φέρει από τον πάγκο της κουζίνας και το έχει κρύψει στο μαξιλάρι της σα να το έχει κανονισμένο όλο αυτό και το στρέφει εναντίον μου φωνάζοντας ότι έχει καταλάβει το σχέδιό μου εδώ και μήνες. Οι αθώες γροθιές που φανταζόμουν εδώ και μήνες να προσγειώνονται στο στήθος μου, γίνονται μαχαιριές που περνούν ξυστά από τον θώρακά μου. Κάνει σα λυσσασμένη γάτα που την έχει γλιτώσει από τις ρόδες αυτοκινήτου κι έχει τρυπώσει στην κρεβατοκάμαρα για εκδίκηση. Προσπαθώ να της πάρω το μαχαίρι κάνοντας γρήγορους ελιγμούς. Οπισθοχωρεί, την στριμώχνω, τραβάει την κουρτίνα, ανοίγει την μπαλκονόπορτα, βγαίνει στο μπαλκόνι κι αρχίζει να ουρλιάζει το όνομα της γυναίκας μου. Φωνάζει επαναλαμβανόμενα Τίνα, Τίνα, Τίνα. Την πλησιάζω με σκοπό να της αρπάξω το μαχαίρι και να της κλείσω το στόμα. Όπως την στριμώχνω στο κάγκελο, βλέπω να ανοίγει το παράθυρο από το δικό μου διαμέρισμα. Η Τίνα έχει επιστρέψει νωρίτερα, ίσως εγκρίθηκε η επαπειλούμενη. Το μαχαίρι περνάει ξυστά από την καρωτίδα μου και τότε με μια απότομη λαβή σκύβω και αρπάζω τις γάμπες της σηκώνοντάς την στο αέρα. Χάνει την ισορροπία της, προσπαθεί να πιαστεί από το κάγκελο, το μαχαίρι πέφτει στα πλακάκια, το κεφάλι της κρέμεται στο κενό, το ουρλιαχτό της μου τρυπάει τα τύμπανα, σηκώνω τα πόδια της στον αέρα μέχρι που το βάρος της χάνεται από τα χέρια μου.
Το τελευταίο που ακούω είναι ο γδούπος που κάνει το σώμα της όταν προσγειώνεται στο τσιμέντο. Η ζωή αδειάζει από μέσα της απότομα. Μένω γυμνός στο σαλόνι, μέχρι να μπει στο διαμέρισμα η αστυνομία σπάζοντας την πόρτα. Στην πυλωτή βλέπω πρώτα τον Κώστα με τη βαλίτσα του στο χέρι και πίσω του την Τίνα.
Σκέφτομαι τον πολύχρωμο ελέφαντα που θα μπει στο δωμάτιο του μικρού που σε λίγους μήνες θα γεννηθεί. Αυτός ο ελέφαντας όπως τον σκέφτομαι είναι μια κάποια παρηγοριά στο εξωτικό ταξίδι που με περιμένει, καθώς ανάβει η σειρήνα του περιπολικού.