Είχα ένα προαίσθημα ότι θα τον συναντούσα εκείνο το πρωί. Όχι δηλαδή προαίσθημα αφού δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, αλλά μια σκέψη που την έκανα μόνος μου, χωρίς να ξέρει τίποτα αυτός. Αυτή τη σκέψη η θεία την έλεγε προαίσθημα. Η ίδια θεία υποστήριζε ότι ο τύπος που προαισθανόμουν ότι θα συναντούσα στο καφενείο τρελάθηκε από το πολύ διάβασμα. Αυτή ήταν μια ατάκα που επαναλάμβανε όποτε με έβλεπε να διαβάζω με τις ώρες. Η θεία μου δεν θέλει να μένω σκυμμένος πάνω από τα βιβλία σαν κανένας βλαμμένος που δεν έχει ζωή. Η θεία είπε επίσης ότι θα έφτιαχνε ψαρόσουπα, ενώ ξέρει ότι σιχαίνομαι την μυρωδιά του ψαριού. Ο σκύλος της γλειφόταν κάτω από την κατσαρόλα. Ο σκύλος δεν έχει πρόβλημα με το ψάρι.
Να ‘μαι λοιπόν δίπλα του στο τραπέζι του μικρού καφενείου, στα διακόσια μέτρα από το σπίτι της θείας με το προαίσθημα να γίνεται πραγματικότητα. Το καφενείο το έχει ένας μαφιόζος που ξεπλένει χρήμα και κάθε τόσο εμφανίζεται με ένα πούρο στο χέρι που το γλείφει σαν παγωτό. Ο μαφιόζος μιλάει συχνά με τον τύπο που τρελάθηκε από το πολύ διάβασμα. Εγώ δεν μιλάω ποτέ με κανέναν από τους δυο γιατί δεν θέλω μπλεξίματα ούτε με τρελούς, ούτε με μαφιόζους.
Τους ρίχνω μια ματιά χωρίς να πάρουν είδηση και μετά σκύβω στο βιβλίο μου που είναι ένα κείμενο με πρόσωπα που ανταλλάσσουν μεταξύ τους εξυπνάδες. Με εκνευρίζουν οι εξυπνάδες στα βιβλία κι αυτό δεν με αφήνει να συγκεντρωθώ στην ιστορία, οπότε ακούω τι λένε.
«Τα χέρια μου είναι σκληρά. Ίσως φταίει το κρύο. Χρειάζομαι μια κρέμα ή λάδι, δεν ξέρω. Πάντως πιάνονται στα πουλόβερ. Όταν τα βάζω στις τσέπες του παλτό ανατριχιάζω. Είναι χειμώνας και δεν μπορώ να μην τα βάζω στις τσέπες με αυτό το ψωφόκρυο. Άρα χρειάζομαι κρέμα», λέει ο τρελός.
«Κι εγώ θέλω μία νταρντάνα να μου κάνει μασάζ», λέει ο μαφιόζος. «Έχει πιαστεί ο σβέρκος μου».
«Ξέρεις γιατί;»
«Όχι»
«Γιατί κοιτάζεις συνέχεια δεξιά αριστερά», λέει ο τρελός. «Ενώ, εγώ δεν έκανα τίποτα λάθος. Απλά ξεράθηκαν τα χέρια μου».
«Πώς να κοιτάζω, δηλαδή, πάνω κάτω;» λέει ο μαφιόζος γλείφοντας το πούρο του.
«Κοιτάζεις απότομα, επειδή φυλάς το μαγαζί και φυλάγεσαι όλη την ώρα. Θα πιαστεί ο σβέρκος σου, δεν θα πιαστεί αν ζεις έτσι όλη την ώρα;»
«Δεν φυλάγομαι από κανέναν. Κανείς δεν τολμά να με πλησιάσει».
«Επειδή κοιτάς έτσι».
«Πώς κοιτάω δηλαδή;»
«Δεξιά, αριστερά σαν ραντάρ. Γυρνάς απότομα. Χωρίς να έχεις κάνει ζέσταμα».
«Λες να φταίει το ζέσταμα;»
«Ναι… Και για μένα αυτό φταίει. Είναι παγωμένα τα χέρια μου όλη την ώρα».
«Κωλοχειμώνας».
«Ναι, σκατόκρυο».
«Τι κοιτάς εσύ, ρε;» λέει απότομα ο μαφιόζος.
«Ας το παιδί», λέει ο τρελός.
«Μα, κρυφακούει και νομίζει ότι δεν τον βλέπω τόση ώρα».
«Τα βλέπεις; Όλη την ώρα κοιτάς δεξιά, αριστερά».
«Μα μας παρακολουθεί το τσουτσέκι, ενώ κάνει ότι διαβάζει».
«Είμαι πελάτης σας, κύριε», λέω απότομα.
«Σκατά είσαι. Σήκω φύγε», λέει ο μαφιόζος. «Εκτός αν είσαι μπάτσος. Αν είσαι μπάτσος έλα να γνωριστούμε».
«Τι διαβάζεις;» λέει ο τρελός.
Δεν απαντώ και σηκώνομαι να φύγω.
«Κουφός είσαι, ρε; Κάτι σε ρωτήσαμε. Εκτός κι αν σε κουρκούτιανε το διάβασμα και κοιτάς σαν χαζός. Τρεις ώρες κάθεται εκεί ακίνητος», λέει ο μαφιόζος.
«Σαν άγαλμα», συμπληρώνει ο τρελός.
«Και κρυφακούει».
«Μπορεί να διαβάζει».
«Αν διάβαζε τόσο θα είχε γίνει σοφός», λέει γελώντας ο τρελός σαν να μην είμαι εκεί μπροστά τους. Σαν να έχω φύγει.
«Ή τρελός», τον διακόπτω και ανοίγω με φόρα την πόρτα.
«Τι σκατά», λέει ο μαφιόζος. «Βλαμμένο είναι μάλλον».
Το κρύο με χτυπάει στο πρόσωπο και από τα νεύρα μου ακούω το σφυγμό μου να δυναμώνει. Ο τρελός και ο μαφιόζος με κοιτάζουν πίσω από το τζάμι να απομακρύνομαι.
Στο σπίτι με περιμένει το ζεστό φαγητό της θείας, μαζί με την θεία.
«Πού ήσουν τόσες ώρες; Άργησες», λέει η φωνή πάνω από την ψαρόσουπα.
«Διάβαζα», λέω κι έχω προαίσθημα ότι θα ακούσω αυτό που λέει συνήθως.
«Σου έχω πει ότι το πολύ διάβασμα θα σε τρελάνει», λέει η θεία κι εγώ σκέφτομαι ότι αν δεν είχα χάσει τους γονείς μου, αν δεν ζούσα με τη θεία, αν δεν σύχναζα στο καφενείο του μαφιόζου, αν ήμουν όμορφος, αν ήμουν καλός μαθητής, αν είχα γκόμενα, αν δεν ήμουν άνεργος, αν είχα φίλους, αν είχα αθλητικό σώμα, αν είχα ωραία φωνή, αν έτρεχα γρήγορα, αν ήμουν ευγενικός, αν δεν είχαμε ψαρόσουπα, αν δεν χρειαζόταν να διαβάσω αυτό το άθλιο κείμενο, αν τα ήξερα όλα ή μάθαινα αυτά που έπρεπε να μάθω στην ώρα τους δεν θα έπιανα το μαχαίρι, δεν θα έβγαινα στον δρόμο, δεν θα επέστρεφα στο μαγαζί του μαφιόζου, δεν θα κάρφωνα το μαχαίρι στο τραπέζι όπου καθόταν ο τρελός και δεν θα έτρωγα από το ξεραμένο χέρι του τρελού μια καμαρωτή μπουνιά που θα έσπαγε την μύτη μου.
«Να, ορίστε μας, τώρα θέλω και πάγο εκτός από κρέμα», λέει ο τρελός φτύνοντας το χέρι του.
«Τι σκατά. Βλαμμένο είναι μάλλον», επαναλαμβάνει ο μαφιόζος εξετάζοντας μία το μαχαίρι και μία εμένα που έχω σωριαστεί στο πάτωμα. Μετά γλείφει το πούρο του.
Ήταν μαχαίρι για βούτυρο κι εγώ είχα βγει νοκ άουτ σαν γυναικούλα.
Μάλλον το διάβασμα με είχε τρελάνει. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση.
Με άφησαν να φύγω αφότου υποσχέθηκα να μην πλησιάζω στα εκατό μέτρα από το μαγαζί.
Όταν μπήκα στο σπίτι η θεία είπε ότι η ψαρόσουπα είχε κρυώσει. Είπε κι άλλα πολλά που όλα είχαν να κάνουν με το διάβασμα, αλλά τίποτα για τη σπασμένη μύτη μου που δεν άφηνε την μυρωδιά του ψαριού να περάσει. Κατάπινα αίμα και ζαλιζόμουν. Το σκυλί της θείας έγλυφε το πόδι μου. Του έδωσα μια κλωτσιά.
Μετά το περιστατικό μείναμε όλοι ζωντανοί, η θεία, το σκυλί, ο μαφιόζος και ο τρελός. Τώρα που το σκέφτομαι τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί χειρότερα. Πολύ χειρότερα.
Δεν ξαναδιάβασα ποτέ. Τίποτα. Έφτιαξα τη μύτη μου κι αγόρασα έναν καλό σουγιά για το μέλλον.
© Eftychia Giannaki 2016.