Τα Νέα του Σαββατοκύριακου φιλοξενούν ένα καλοκαιρινό ταξίδι μου στο βροχερό Λονδίνο. Τάμεσης, Νότια Όχθη, το Θραύσμα, ο Χίτσκοκ, ο Μάλεβιτς και οι Κυκλάδες παρέα με «γυμνά εικονίσματα του καιρού μας» και «σπόρους όλων των δυνατοτήτων» ή πώς χάθηκα σε ένα μαύρο τετράγωνο που σήμανε το τέλος της τέχνης, ίσως και του καλοκαιριού. Η συνέχεια στην εφημερίδα, μαζί με τα ταξιδιάρικα κείμενα άλλων οκτώ δημιουργών σε επιμέλεια του Δημήτρη Δουλγερίδη.
——-
Είναι Αύγουστος, βρέχει από το πρωί και κυκλοφορώ φορώντας ένα χειμωνιάτικο μπουφάν που η κουκούλα του καλύπτει το μέτωπο μου μέχρι τα φρύδια. Ο Τάμεσης λίγο πιο πέρα φουσκώνει. Θυμάμαι μια φωτογραφία του Χίτσκοκ που ξαπλώνει ανάσκελα και επιπλέει κουστουμαρισμένος στο γκρίζο νερό, με τα χέρια σταυρωμένα στην κοιλιά του. Το σκηνικό έχει κάτι από θρίλερ σε αυτή την εξωφρενική λήψη. Γλιστράω στα πεζοδρόμια με την αίσθηση ότι κάποια στιγμή θα ξεβραστώ κι εγώ στην υδάτινη φλέβα της πόλης με τα χέρια σταυρωμένα στην κοιλιά μου. Ρυάκια τρέχουν πάνω μου καταλήγοντας όλα στις κάλτσες μου.
Μια ώρα νωρίτερα ξυπνάω στη Νότια Όχθη δίπλα στο παράθυρο του ξενοδοχείου μου που βλέπει στον ουρανοξύστη που τον αποκαλούν Το Θραύσμα. Πίνοντας καφέ προσέχω ότι λείπει το άνω τμήμα από Το Θραύσμα. Μαύρα σύννεφα το καταπίνουν μετατρέποντάς το σε μικρότερο θραύσμα από το αρχικό θραύσμα. Το θραύσμα του θραύσματος εξακολουθεί να είναι ένα γιγάντιο τραπέζιο σε αφηρημένο πίνακα που με προειδοποιεί για την μπόρα που θα ακολουθήσει. Παρόλα αυτά βγαίνω με την ελπίδα να αγοράσω κάπου μια ομπρέλα. Η βροχή δυναμώνει πριν να καταφέρω να εντοπίσω το πολυπόθητο αξεσουάρ σε κάποιο κατάστημα.
Είναι Αύγουστος πρωί και βρέχει. Κανονικά θα έπρεπε να λιάζομαι στις Κυκλάδες. Για να σωθώ τρυπώνω στην Tate Modern βγάζοντας εισιτήριο για μια προσωρινή έκθεση του Καζιμίρ Μάλεβιτς. Γνωρίζω ελάχιστα τον ζωγράφο. Πλατσουρίζοντας μέσα στα παπούτσια μου ανεβαίνω στον όροφο που με οδηγεί σε μια από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές ουτοπίες που θα μπορούσα να επισκεφθώ. Περπατώ γρήγορα αφήνοντας πίσω μου υγρές στάμπες σαν να επιπλέω ανάσκελα σε ένα ποτάμι που φουσκώνει όσο περνάει η ώρα. Γλιστράω στα έργα του Ουκρανο-Πολωνού που είναι τοποθετημένα σε χρονολογική σειρά ακολουθώντας την συναρπαστική διαδρομή της ζωής του, ένα ζωγραφικό ρυάκι που συνοψίζει την ιστορία της τέχνης του προηγούμενου αιώνα. Από την αναπαράσταση, στον κυβισμό και από εκεί στην αφαίρεση. Ο Μάλεβιτς φαίνεται ότι κατάφερε να εκτοξευθεί σαν φουτουριστικός πύραυλος, την ώρα που άλλοι χρειάζονταν τρεις ζωές για να διανύσουν την απόσταση που έκανε ο ίδιος πριν να οδηγηθεί στο τέλος της ζωγραφικής, το τέλος της τέχνης, όπως το όρισε.
Ο βρεγμένος Χίτσκοκ θα τον λάτρευε, θα μπορούσε να τον κάνει ήρωά του με τις έωλες ψευδοφιλοσοφικές θεωρίες του περί Σουπρεματισμού, καθώς θα επιχειρούσε να εξηγήσει σε μονοπλάνο τη λογική των έργων του. Η λέξη Σουπρεματισμός προέρχεται από τη λατινική ρίζα suprem που σημαίνει υπεροχή, κυριαρχία και δηλώνει την υπεροχή του χρώματος πάνω σε όλα τα άλλα τεχνικά μέρη του πίνακα. Όπως κυλάω ανάμεσα στα έργα του, είναι σαν να κυλάω στη ζωή του. Ένα ολόκληρο σύμπαν από χρώματα και σχήματα, ο τροχιστής, ο θεριστής, η ανάπαυλα της υψηλής κοινωνίας, μια αυτοπροσωπογραφία, οι λουόμενοι, τα κορίτσια στο χωράφι, ο άνθρωπος που τρέχει, το κόκκινο ιππικό και μετά η αγελάδα στο λιβάδι, ο Άγγλος στη Μόσχα, η αποδομημένη Μόνα Λίζα για να καταλήξει από τα γεωμετρικά σχήματα και τους σταυρούς στο Μαύρο τετράγωνο.
«Το τετράγωνο δεν είναι εικόνα, ακριβώς όπως ένας διακόπτης ή μια πρίζα δεν είναι το ηλεκτρικό ρεύμα», έλεγε. Όταν το 1913, στην πορεία των απεγνωσμένων προσπαθειών του να απελευθερώσει την τέχνη από την αντικειμενικότητα, εξέθεσε αυτόν τον ζωγραφικό πίνακα που δεν παρίστανε τίποτα άλλο από ένα μαύρο τετράγωνο σε λευκό φόντο, προκάλεσε σοκ στους κριτικούς και το κοινό. Έλεγαν: «Χάθηκε ό,τι αγαπήσαμε. Είμαστε σε μια έρημο. Έχουμε μπροστά μας μόνο ένα μαύρο τετράγωνο σε άσπρο φόντο». Το συγκεκριμένο έργο κρίθηκε ως ακατανόητο και επικίνδυνο. Όπως ακατανόητο είναι και το μαχαίρι που θα παρακολουθούσε πίσω από την κουρτίνα ο όρθιος Χίτσκοκ και το θραύσμα του θραύσματος. «Γυμνό εικόνισμα του καιρού του» και «σπόρος όλων των δυνατοτήτων», όπως το περιέγραψε ο ίδιος. Στέκομαι για ώρα μπροστά σε αυτό το ιδιότυπο εικόνισμα της ρωσικής πρωτοπορίας και χάνομαι για δέκα λεπτά, μπορεί και για μισή ώρα, για μια μέρα ή για έναν αιώνα. Φεύγοντας αφήνω πίσω μου μια μικρή λίμνη, μια τελευταία στάμπα στην οποία ξαπλώνει με τα χέρια σταυρωμένα ο επόμενος επισκέπτης και ο επόμενος και ο επόμενος, μέχρι που εξατμίζεται.
Βγαίνοντας έξω από το μουσείο όλα εξατμίζονται. Το Θραύσμα σαν γεωμετρικό σχήμα που ξεπήδησε από πίνακα του Μάλεβιτς επιβάλλεται ξανά ολόκληρο στην έρημο που απλώνεται μπροστά μου. Είναι Αύγουστος πρωί και σταματάει να βρέχει. Κανονικά θα έπρεπε να λιάζομαι στις Κυκλάδες, αλλά αντί γι’ αυτό χάνομαι σε ένα εικόνισμα, σε ένα μαύρο τετράγωνο σε λευκό φόντο, σε μια έρημο που καταπίνει ότι αγαπάμε σημαίνοντας το τέλος της τέχνης, ίσως και του καλοκαιριού.