Η Ευτυχία Γιαννάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε πληροφορική, μουσική τεχνολογία και επικοινωνία. Εργάστηκε για αρκετά χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στο παρελθόν εκδόθηκε με ψευδώνυμο ένα ακόμη μυθιστόρημά της με τον τίτλο “Χάρντκορ” που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο. Το πρώτο βιβλίο της τριλογίας “Στο πίσω κάθισμα” απέσπασε το βραβείο Public καλύτερου ελληνικού μυθιστορήματος 2017.
Κυρία Γιαννάκη διαβάζοντας τις “Αλκυονίδες Μέρες” είχα την αίσθηση ότι σε τίποτα δεν έχουν να ζηλέψουν από τα περιβόητα αστυνομικά του βορρά, τα πολυδιαφημισμένα.
Θα έλεγα ότι παλαιότερα ήταν πιο εύκολη η διάκριση ανάμεσα στις διάφορες σχολές του αστυνομικού μυθιστορήματος. Με μεγάλη ευκολία μπορούσε κανείς να δει από τις πρώτες ακόμη σελίδες αν ένα έργο έρχεται από την Μεσόγειο, την Γαλλία την Βρετανία, ή την Σκανδιναβία. Διαβάζοντας όμως αρκετά αστυνομικά το τελευταίο διάστημα διαπίστωσα ότι τα πιο σύγχρονα έργα λόγω κοινών αναφορών, προβληματισμών και ερεθισμάτων των συγγραφέων όχι μόνο σε αναγνώσματα, αλλά ακόμη και σε κινηματογραφικά ή τηλεοπτικά έργα, κατά κάποιο τρόπο αποκτούν μια αισθητική και έναν προβληματισμό που συγκλίνει. Το κοινωνικό σχόλιο της εποχής και τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα είναι κοινά, αυτό που αλλάζει είναι η ιδιαιτερότητα κάθε τόπου και κάθε ματιάς σε αυτόν τον τόπο. Στόχος μου μέσα σε αυτό το παγκοσμιοποιημένο πεδίο της αστυνομικής λογοτεχνίας είναι να δώσω μια αφήγηση που μέσω της ελληνικότητάς της και της αλήθειας μου θα αφορά τον αναγνώστη όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό.
Στο, πραγματικά, ωραίο αυτό αστυνομικό σας, είχα την αίσθηση ότι πέρα από το σάσπενς για το ποιος έκανε τους φόνους, θέλατε να γράψετε και για τις άγιες οικογένειες, ελληνικές, ξένες, πλούσιες, φτωχές, που συχνά και μουλωχτά στους κόλπους τους διαπράττονται μικρά εγκλήματα. Έχω λάθος;
Αντιθέτως, μόλις αναπτύξατε έναν από τους πυλώνες των δύο πρώτων ιστοριών μου. Λένε ότι η οικογένεια είναι το τέλειο εγκληματολογικό εργαστήριο. Το οικογενειακό παρελθόν, τα λάθη και οι παραλείψεις, η αποσιώπηση, η συνενοχή και η συγκάλυψη είναι ζητήματα που επανέρχονται στην αφήγησή μου τόσο Στο Πίσω Κάθισμα, όσο και στις Αλκυονίδες Μέρες, τα δύο πρώτα βιβλία της Τριλογίας της Αθήνας.
Επίσης νομίζω, ότι απέναντι στους νέους ήρωες του βιβλίου σας, ακόμα και στον Έρικ- σκληρό- καρύδι, δίνετε δικαιολογητικά σαν να τους καταλαβαίνετε. Σίγουρα όμως δεν τους καταδικάζετε;
Έναν συγγραφέα τον ενδιαφέρει ο ψυχισμός όλων των ηρώων του με τους οποίους είναι εξίσου ανεκτικός. Στόχος μου δεν είναι ο διδακτισμός ή η εξαγωγή εύκολων συμπερασμάτων και καταδικαστικών αποφάσεων. Άλλωστε ανήκω σε όσους πιστεύουν ότι τα όρια μεταξύ θύτη και θύματος, καλού και κακού είναι ρευστά. Διαφορετικά ενδεχομένως δεν θα έγραφα αστυνομική λογοτεχνία. Η εποχή μας δεν ενδείκνυται για βεβαιότητες και νουθεσίες. Προτιμώ να προβληματίζω τον αναγνώστη, να του θέτω ερωτήματα ξεδιπλώνοντας μπροστά του την ιστορία, να δοκιμάζω τα όριά του και όχι να του προσφέρω εύπεπτες απαντήσεις.
Τον πρωταγωνιστή σας τον Αστυνόμο Χάρη Κόκκινο πώς τον πρωτοδημιουργήσατε στο μυαλό σας; Είχατε κάποιον συγκεκριμένο τύπο κατά νου ή κάποια χαρακτηριστικά από διάφορους γνωστούς σας συμπλήρωσαν την εικόνα;
Ο Χάρης Κόκκινος είναι ένας σαρανταπεντάρης Αστυνόμος σε μια πολύ απαιτητική θέση την οποία υπηρετεί αξιοποιώντας τις ικανότητές του και την επιμονή του. Στη δουλειά του είναι εμμονικός, εσωστρεφής, δεν οδηγείται σε εύκολα συμπεράσματα, ρισκάρει, εμπνέει την ομάδα του και δεν τα παρατάει εύκολα. Αντιθέτως, στα προσωπικά του είναι αναποφάσιστος, μπερδεμένος, με λάθη που του χτυπούν διαρκώς την πόρτα απαιτώντας να αναλάβει τις ευθύνες που αρνείται. Είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος σε μια οριακή συνθήκη, ένας ισορροπιστής σε τεντωμένο σχοινί. Ο Χάρης Κόκκινος εσωτερικεύει, φιλτράρει και επιχειρεί να διαχειριστεί την ασάφεια και τις αβεβαιότητες της εποχής στην Ελλάδα του σήμερα. Ψυχολογικοποιεί, αν μου επιτρέπεται η αδόκιμη έκφραση, την παγωμάρα και το σάστισμά μας των τελευταίων ετών. Είναι στην πραγματικότητα ένα εργαλείο στα χέρια μου προκειμένου να δώσω απαντήσεις στον δικό μου προβληματισμό και τα ερωτήματα που μου γεννιούνται, υπαρξιακά, κοινωνικά ή απλής καθημερινής διαχείρισης. Ο Χάρης Κόκκινος δεν είναι κανένας γνωστός μου, είναι η ενσάρκωση των φόβων μου με εύληπτο τρόπο και γι’ αυτό είναι ένα ιδιαιτέρως σύνθετο πρόσωπο σε αντίθεση με την καθαρότητα που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στους ντεντέκτιβ.
Και η Λίνα, η άλλη βασική ηρωίδα σας έχει κάποια, έστω, στοιχεία δικά σας;
Όλοι οι ήρωές μου, μεταξύ αυτών και η πιο στενή συνεργάτιδα του Χάρη Κόκκινου, έχουν κάποια στοιχεία μου. Στην Λίνα είναι αρκετά καλά κρυμμένα, στον Χάρη μπορεί να δει κανείς μερικά δικά μου πιο προφανή στοιχεία. Στις ιστορίες μου επιχειρώ να δίνω λόγο σε όλους τους ήρωές μου, πρωτεύοντες και δευτερεύοντες, καθώς στόχος μου είναι να δώσω μια τοιχογραφία των κατοίκων της πόλης. Δεν γράφω μια ιστορία για έναν πρωταγωνιστή και τα όποια χαρακτηριστικά μου ή πιθανές εκδοχές του εαυτού μου μοιράζονται σε όλους.
‘’Καμιά φορά τα τείχη σηκώνονται όχι για να μας απομακρύνουν αλλά για να δοκιμάσουν, αν είμαστε διατεθειμένοι να τα σπάσουμε’’ αναρωτιέται κάπου ο Χάρης Κόκκινος. Στη ζωή, την πραγματική δεν είναι εξουθενωτικές τέτοιες δοκιμασίες;
Φυσικά και είναι, όμως τι νόημα έχει μια ζωή στην οποία δεν καλείσαι να σπάσεις τα τείχη κυνηγώντας στο διηνεκές μια άπιαστη ελευθερία; Κι αν ακόμη είχε κάποιο νόημα μια ζωή περικυκλωμένη από τείχη, αυτό το νόημα θα ήταν τόσο βαρετό που τελικά θα αυτοκτονούσαμε από βαρεμάρα χτυπώντας το κεφάλι μας σε αυτό το ίδιο τείχος. Αυτό θα ήταν ίσως πιο εξουθενωτικό.
Ξεφεύγοντας από το βιβλίο αυτό καθ’ αυτό… Μετά την πληροφορική, την μουσική τεχνολογία δουλειές πιο τετράγωνες, πώς σας προέκυψε το γράψιμο; Το’ χατε από μικρή, σας κάλυψε μια άλλη πτυχή;
Νομίζω ότι η ευκολία που είχα στις θετικές επιστήμες κάλυψε κάποια πρακτικά ζητήματα επαγγελματικών επιλογών και σπουδών στο παρελθόν. Τα τελευταία δύο χρόνια εγκατέλειψα οποιαδήποτε άλλη ενασχόληση για να αφοσιωθώ στη συγγραφή που υπήρξε ανέκαθεν το μεγάλο πάθος μου. Νομίζω ότι έγραφα πάντα διαβάζοντας, σκεπτόμενη εναλλακτικές διαδρομές σε ιστορίες που διάβαζα και με ενέπνεαν, δίνοντας ένα άλλο τέλος ή φορτώνοντας τους ήρωες με άλλα χαρακτηριστικά που δεν είχαν. Άλλωστε στην αστυνομική λογοτεχνία καλείσαι να ισορροπήσεις ανάμεσα στον μαθηματικό τρόπο σκέψης που αφορά στην πλοκή και στην λογοτεχνικότητα που πρέπει να έχει η αφήγησή σου.
Δουλέψατε και σε σχολεία. Απλά για βιοποριστικούς λόγους ή αγαπάτε τα παιδιά; Σας προσφέρει κάτι παραπάνω η επαφή μαζί τους;
Όπως θα δείτε και στα δύο βιβλία της Τριλογίας της Αθήνας το θέμα της προστασίας των παιδιών είναι κεντρικό ζητούμενό μου. Δούλεψα για χρόνια στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, έβρισκα συναρπαστική την παιδαγωγική διαδικασία, με απομυζούσε όμως ψυχικά, οπότε συνειδητοποίησα ότι δεν κατάφερνα να συνδυάσω αυτές τις δύο αγάπες, όσο κι αν είχα πιστέψει αρχικά ότι θα μπορούσα να το κάνω. Θαυμάζω τους ανθρώπους που επιτυγχάνουν να κάνουν και τα δύο ταυτόχρονα, απλά δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Στην χώρα μας αντιμετωπίζουμε την συγγραφή ως χόμπι ή πάρεργο. Είναι όμως, ένα απαιτητικό επάγγελμα και κατά την άποψή μου χρειάζεται να αφιερωθείς σε αυτό αν θέλεις γνησίως να δοκιμάσεις που μπορείς να φτάσεις.
Ξεκινήσατε μια τριλογία με το “Πίσω Κάθισμα” και συνεχίζετε. Δεν φοβηθήκατε κάποια στιγμή μην η ιστορία δεν τραβάει, ή το’ χατε όλο το πλάνο έτοιμο εξ αρχής ;
Είχα στο μυαλό μου τους βασικούς άξονες, τα κεντρικά ζητούμενα, την ατμόσφαιρα, τους χαρακτήρες και τις διασυνδέσεις μεταξύ των βιβλίων που θα λειτουργούν και μεταξύ τους ως παζλ. Δεν είναι μια τριλογία κατ’ όνομα. Όταν θα ολοκληρωθεί θα αντιληφθούμε γιατί παρακολουθούμε τον πρωταγωνιστή σε αυτή την συγκυρία, αυτή την στιγμή της ζωής του. Είναι ένας άνθρωπος στην κόψη του ξυραφιού και δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδιος μετά από την ολοκλήρωση του τρίτου βιβλίου. Αυτή η συνθήκη δεν είναι εύκολο να εξαντληθεί και γι’ αυτό δεν φοβήθηκα την τριλογία, παρόλο που δεν είχα με σαφήνεια όλες τις ιστορίες στο μυαλό μου από την αρχή.
Το τρίτο μέρος της ωραίας αυτής τριλογίας το έχετε ξεκινήσει να βγει, π.χ. τούτον τον χειμώνα;
Το τρίτο μέρος γράφεται αυτόν τον καιρό και θα κυκλοφορήσει τον επόμενο χρόνο. Άλλωστε το δεύτερο μέρος τη Τριλογίας, οι Αλκυονίδες Μέρες, κυκλοφόρησαν πριν τέσσερις μήνες περίπου.
Όταν γράφετε ακούτε μουσική, έχετε πρόγραμμα αυστηρό;
Όταν γράφω ακούω σχεδόν πάντα μουσική, συνήθως κλασική ή κάποιο soundtrack για να μην με αποσπά ο λόγος. Αρκετές φορές όμως διαβάζω τα κείμενά μου δυνατά, ελέγχοντας τον ρυθμό και την ροή του λόγου σε συνθήκες σιωπής, προκειμένου να ξαναγράψω το κείμενο μου. Στις περιόδους που γράφω τηρώ αυστηρό πρόγραμμα, με απαιτητικό ωράριο γιατί θέλω να βουλιάζω στην ατμόσφαιρα και τις συνθήκες της ιστορίας, ζώντας μαζί με τους ήρωές μου. Όταν αναγκάζομαι να μπαινοβγαίνω στην αφήγηση καταβάλω διπλό κόπο και αυτό με κουράζει. Η διάθεσή μου, όπως κι αν είναι πριν να ξεκινήσω να γράφω, εισέρχεται σε μια συνθήκη ισορροπίας, ίσως και διαλογισμού, οπότε όλα τα προβλήματα και οι ανησυχίες της καθημερινότητάς μου παραγκωνίζονται για να δώσουν τη θέση τους σε ένα πιο εσωτερικό ταξίδι που είναι συναρπαστικό, καθώς ανακαλύπτω πτυχές του εαυτού μου που θα αγνοούσα αν δεν έγραφα εκείνη τη συγκεκριμένη ώρα, εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα.
Κλείνοντας: “Ήταν σαν τα βιβλία να είχαν ανοίξει μια ρωγμή στο τείχος που τους χώριζε’’ (σε πατέρα και γιο) γράφετε προς το τέλος των Αλκυονίδων. Λέτε αληθινά τα βιβλία τέτοια δύναμη ενίοτε και να ’χουν;
Εάν δεν το πίστευα αυτό, μάλλον δεν θα έγραφα. Η αφήγηση, οι ιστορίες οι δικές μας και των άλλων είναι ο μόνος τρόπος να αλλάξει η ζωή μας και ο κόσμος. Δεν είναι ούτε η επιστήμη, ούτε η τεχνολογία, ούτε η καινοτομία, ούτε τίποτα από αυτά η ρίζα της προόδου, αυτά είναι απλά εκφάνσεις της. Η ρίζα βρίσκεται στον λόγο και την φαντασία και την δημιουργικότητα που αυτός απελευθερώνει. Τα νούμερα απλά φέρνουν το σχήμα. Συχνά λέμε ότι πίσω από τα πράγματα κρύβονται μαθηματικά. Εγώ πιστεύω ότι πίσω από τα πράγματα κρύβεται μια ανεξάντλητη πηγή ιστοριών που δεν περιορίζεται σε κανένα μαθηματικό ή τεχνοκρατικό σχήμα, αλλά μπορεί να γεννήσει όλα αυτά τα σχήματα σαν μια αέναη μήτρα.