H Ευτυχία Γιαννάκη μιλάει στην Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη για το «Υπέροχος πόλεμος»

Γράφει: Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
«Μια αινιγματική δημοσιογράφος αναλαμβάνει να γράψει τη βιογραφία μιας διάσημης στιχουργού που έχει αποσυρθεί στο εξοχικό της στην Κινέτα, μαζί με τον άνδρα της και τη μητέρα της. Μερικές ώρες μετά από μια συνάντησή τους ο άνδρας της στιχουργού βρίσκεται νεκρός. Ατύχημα; Αυτοκτονία; Ένοχο οικογενειακό μυστικό; Ο Χάρης Κόκκινος αναλαμβάνει να εξιχνιάσει ένα μυστήριο που αποδεικνύεται πιο περίπλοκο απ’ όσο αρχικά υποθέτει. Για να τα καταφέρει, θα πρέπει να βουτήξει στο σκοτάδι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, σε αποσιωπήσεις ετών, σε ατομικά και συλλογικά τραύματα που κανείς δεν αντέχει να κοιτάξει κατάματα, αλλά και να γεφυρώσει το επικίνδυνο χάσμα μεταξύ καθήκοντος και επιθυμίας. Οι ανακρίσεις που ακολουθούν εξελίσσονται σε ένα αδυσώπητο κυνήγι φαντασμάτων. Όσα αποκαλύπτουν, ανατρέπουν δραματικά το παρελθόν, τη δυναμική μεταξύ των ηρώων του και, παράλληλα, όλα όσα νόμιζε πως ήξερε ο αναγνώστης. Ένα καθηλωτικό μυθιστόρημα που εξελίσσεται σε μια αγωνιώδη κατάδυση στον ανθρώπινο ψυχισμό, τα οικογενειακά μυστικά και τα αθέατα εγκλήματα της σύγχρονης ιστορίας της χώρας.»
«Ποιος ωφελείται από έναν υπέροχο πόλεμο;»
Εννιά χρόνια πέρασαν από τότε που πρωτογνώρισα συγγραφικά την Ευτυχία Γιαννάκη έχοντας διαβάσει όλα τα αστυνομικά της μυθιστορήματα. Από το πρώτο της «Στο πίσω κάθισμα» μέχρι σήμερα το «Υπέροχος πόλεμος», οι ήρωες της Κόκκινος, Αλμπάνης και η Τζέλα δοκιμάζονται, βελτιώνονται, μας συνεπαίρνουν με τη δράση τους χάρη στην εξαίρετη πένα της Ευτυχίας Γιαννάκη που πιστεύω και εύχομαι να μη σταματήσουν να είναι οι συνοδοιπόροι της. Πάντα από τις εκδόσεις Ίκαρος. Ένας ιστορικός εκδοτικός οίκος που έχει αγκαλιάσει τα βιβλία της.
Γιατί όμως η Γιαννάκη επιλέγει να μας τα παρουσιάσει πάντα τα καλοκαίρια; Τα αστυνομικά βιβλία είναι καλοκαιρινά ή οι ήρωες της αγαπούν τα ταξίδια και θέλουν να χώνονται στις αποσκευές μας; Ο «Υπέροχος πόλεμος» είναι ένα νουάρ πλεγμένο με κοινωνική μυθιστορία, με πολιτικά, κοινωνικά και οικολογικά ερωτήματα που θα μας προβληματίσουν. Σε κάθε της βιβλίο, η Ευτυχία Γιαννάκη μας υπενθυμίζει ότι το έγκλημα δεν είναι ποτέ μόνο ατομική πράξη, αλλά και κοινωνικό σύμπτωμα. Η συγγραφέας σκάβει βαθιά στις ρωγμές της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, φωτίζοντας σκοτεινά δωμάτια όπου η Ιστορία, η ταυτότητα, η απώλεια και η ενοχή συνυπάρχουν.
Σε μια εποχή όπου το ελληνικό αστυνομικό παλεύει για τη δική του ταυτότητα στον ευρωπαϊκό εκδοτικό χάρτη, η Ευτυχία Γιαννάκη δείχνει τον δρόμο — όχι μέσα από εύκολες λύσεις, αλλά μέσα από εκείνη την ακριβή παρατήρηση του κόσμου που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να προσφέρει. Αν αγαπάς αναγνώστη/αναγνώστρια τα σκοτεινά αστυνομικά μυστήρια, τις εξερευνήσεις της ανθρώπινης ψυχής και συλλογικών τραυμάτων, την ένταση και ανατροπές, τότε ο «Υπέροχος πόλεμος» θα γίνει η καλοκαιρινή αναγνωστική σου συντροφιά.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, η Ευτυχία Γιαννάκη μιλά για το βλέμμα που διαπερνά την επιφάνεια, για την ελληνικότητα του εγκλήματος, για τη γλώσσα ως εργαλείο ανατομίας και για τα αόρατα νήματα που συνδέουν μνήμη, βία και αφήγηση.
Ευτυχία Γιαννάκη, ευχαριστώ για τον πολύτιμο χρόνο σου. Ο τίτλος «Υπέροχος πόλεμος» είναι εκρηκτικά οξύμωρος. Ποια εσωτερική ή κοινωνική σύγκρουση ήθελες να φωτίσεις με αυτή την επιλογή του τίτλου;
Νομίζω ότι εκρηκτικά οξύμωρη είναι η ζωή μας, η καθημερινότητά μας. Η επιβίωση είναι μια διαρκής μάχη με τον εαυτό και τους γύρω μας, ένας πόλεμος που αρχίζει από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Αν υποθέσουμε ότι η ζωή είναι αυτό που επιλέγουμε, να μένουμε δηλαδή ζωντανοί, τότε το μόνο που δικαιούμαστε να πούμε είναι ότι αυτός ο πόλεμος είναι υπέροχος, έστω και αν το πούμε ειρωνευόμενοι τον εαυτό μας.
Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να μεταπηδάς συγγραφικά από το αστυνομικό στο παιδικό βιβλίο;
Κάθε είδος έχει τις δικές του δυσκολίες και τις δικές του χαρές. Το μυστήριο έχει κάποιους κοινούς άξονες για μικρούς και μεγάλους, αλλά από ‘κει και πέρα χρειάζεται κανείς να σκύψει με ξεχωριστή φροντίδα σε κάθε κείμενο, σε κάθε βιβλίο ξεχωριστά, γιατί το καθένα κουβαλάει τον δικό του μικρόκοσμο, τη δική του ενέργεια και μια μοναδική στόχευση. Σίγουρα πάντως μικροί και μεγάλοι αντιλαμβάνονται την αλήθεια των ιστοριών και αυτή είναι που με ενδιαφέρει.
Ποια είναι η θέση της λογοτεχνίας απέναντι σε όσα η Ιστορία δε λέει;
Η λογοτεχνία δεν αναμετριέται με κάτι έξω από τον εαυτό της. Εστιάζει σε αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε μικρές ιστορίες, τις ζωές των ανθρώπων που αλέθονται από το πέρασμα ή την καταγραφή της μεγάλης ιστορίας. Η λογοτεχνία είναι η κιβωτός αυτών των ιστοριών, του συναισθήματός μας, του ατομικού και του συλλογικού βιώματος και τραύματος. Είναι ο τρόπος να σκύβει κανείς με τρυφερότητα τόσο στον εαυτό του, όσο και στο ανοίκειο.
Στη σελίδα 30 γράφεις: «Θα παρατηρείς το σπίτι, τα παιδιά τα ζώα πριν από κάθε συνέντευξη Ο χώρος είναι ο άνθρωπος».Πιστεύεις ότι ο χώρος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος; Πώς επηρεάζει ο τόπος (το σπίτι, το τοπίο, οι ήχοι) τη γραφή σου;
Λέω συχνά ότι ο τόπος είναι ένας επιπλέον χαρακτήρας στα βιβλία μου. Επιλέγεται με προσοχή, ώστε τα βήματα των χαρακτήρων μου να γίνονται σε στέρεο έδαφος. Και στέρεο θεωρώ πάντα ένα έδαφος που γνωρίζω καλά και εξυπηρετεί τις ανάγκες της ιστορίας. Στο συγκεκριμένο βιβλίο με ενδιέφερε το γεγονός ότι ένα μέρος τόσο κοντά στην Αθήνα, η ευρύτερη περιοχή της Κινέτας, παραμένει στην ουσία του άγνωστο ακόμη και στους κατοίκους του, ένα μέρος που έχει τα χαρακτηριστικά ενός θερέτρου και θα μπορούσε να είναι ο παράδεισος, αλλά βρίσκεται πλέον ανάμεσα σε δυο μεγάλα διυλιστήρια. Είναι μια περιοχή όπου ο παράδεισος συνορεύει με την κόλαση. Τόσο κοντά και τόσο μακριά μας, όσο και η ιστορία του βιβλίου.
Στη σελίδα 159: «Η δική της φυγή θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Ένα αόρατο σχοινί κρατούσε εκείνη την ώρα δεμένο το δεξί της χέρι με το αριστερό της πόδι. Πατέρας, αδελφός, άντρας “στο ίδιο μαντρί”». Τι σημαίνει για σένα αυτή η τριπλή θηλιά πάνω στο σώμα της γυναίκας; Πώς αντιστέκεται η γραφή σου σε αυτή τη βία;
Το γυναικείο σώμα είναι ένα πεδίο μάχης εδώ και αιώνες, ένα πεδίο εξουσίας τρίτων. Ένας πόλεμος όχι και τόσο υπέροχος δίνεται κάθε μέρα, από κάθε γυναίκα για τα στοιχειώδη δικαιώματά της. Δεν είναι μυστικό πως ακόμη και στη λογοτεχνία οι γυναικείες φωνές παραγκωνίζονται, η γυναίκα εξακολουθεί να είναι υπό σε κοινωνίες όπως η δική μας. Τα βιβλία και οι ιστορίες μας είναι και ένα μέσο για να ακουστεί η φωνή μας.
Οι οικολογικές σου ανησυχίες αλλά και ο θυμός για έναν λαό που δεν αντιστέκεται, διακρίνονται στη σελίδα 172 όπου γράφεις: «Ο τόπος καταστρεφόταν μεθοδικά χωρίς να νοιάζεται κανείς. Οι κάτοικοι είχαν τις δουλειές τους αλλιώς θα ψωμολυσσάγανε, οι εργοδότες δώριζαν μηχανήματα αφαλάτωσης, οι πετρελαιάδες ήταν οι ευεργέτες της περιοχής. Κάπου έπρεπε να γίνουν και τα διυλιστήρια». Όταν οι πετρελαιάδες είναι “ευεργέτες” και η ανάγκη σε κάνει συνένοχο, τι ρόλο έχει η λογοτεχνία; Να καταγγείλει, να ψιθυρίσει, να δείξει την τρύπα πίσω από την πρόσοψη;
Δεν υπάρχει κανένας θυμός, θα έλεγα ότι πρόκειται απλώς για μια ψυχρή αποτύπωση της πραγματικότητας. Η αστυνομική λογοτεχνία μπορεί να είναι καθρέφτης της εποχής και φυσικά χρησιμοποιεί το έγκλημα ως μεγεθυντικό φακό που πέφτει πάνω στην κοινωνία αναδεικνύοντας μοιραία τις παθογένειες που το γεννάνε. Είναι αυτές οι χρόνιες παθογένειες και τα κλειστά στόματα που οδηγούν συνήθως στο άκρο που είναι το έγκλημα.
«Η καταστροφή έχει πάντα τόση τάξη στην επιφάνειά της που μπορεί να σε κάνει να ανατριχιάσεις». Πώς επιλέγεις να μιλήσεις, στη γραφή σου, για την καταστροφή που μοιάζει με πρόοδο; Πώς χειρίζεσαι τη γλώσσα απέναντι σε κάτι τόσο καλοφτιαγμένο, ώστε να μην φαίνεται εγκληματικό;
Υπάρχει το έγκλημα του πεζοδρομίου και το έγκλημα που κρύβεται πίσω από καλογυαλισμένες βαριές πόρτες σπιτιών, γραφείων, πολυτελών θερέτρων, πίσω από ωραίες διατυπώσεις και χαμόγελα. Με απασχολεί κυρίως το δεύτερο, καθώς είναι αυτό που αν το μεγεθύνεις διαπιστώνεις ότι μας αφορά όλους και ότι όλοι έχουμε υπάρξει θύματα και θύτες, ένοχοι ή συνένοχοι σε διαφορετικές συνθήκες.
Ο τόπος στα κείμενά σου μοιάζει ζωντανός – κάτι που πεθαίνει ή προδίδεται. Θα έλεγες ότι ο τόπος είναι για σένα πρωταγωνιστής; Και αν ναι, ποια είναι η ηθική ευθύνη του συγγραφέα όταν τον βλέπει να καταρρέει;
Κάποιος που γράφει μπορεί μόνο να γράψει την ιστορία. Και αυτό είναι αρκετό. Ο κόσμος και ο τόπος δεν καταρρέει. Οι μόνοι που σταδιακά καταρρέουμε είμαστε εμείς που ερχόμαστε και φεύγουμε. Εμείς είμαστε οι περαστικοί αυτού του κόσμου. Ο κόσμος μπορεί να υπάρξει μια χαρά και χωρίς εμάς.
Τι σημαίνει να βλέπεις “τη βία με τάξη”; Να είσαι αυτός που προσέχει, ενώ όλοι οι άλλοι κοιτούν αλλού; Σε έχει κουράσει ποτέ αυτό το βλέμμα; Ή είναι και το μόνο που σου ανήκει;
Νομίζω ότι το αστυνομικό δίνει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί κανείς να τακτοποιήσει το χάος. Οι ιστορίες με αρχή, μέση, τέλος, με κάποια λύση, εξυπηρετούν την ανάγκη κατανόησης του κόσμου και του εαυτού, ακόμη και των πιο σκοτεινών πτυχών του, των υπαρξιακών ανησυχιών μας και λειτουργούν παρηγορητικά. Το βλέμμα αυτό δε με κουράζει, θα έλεγα ότι είναι το μόνο που με ξεκουράζει και νομίζω ότι αυτή τη δράση έχει και στους αναγνώστες.
«Πρέπει να υπάρχει πόλεμος για να έχει λόγο ύπαρξης ένα καταφύγιο, έτσι δεν είναι»; Αν τελικά όλα όσα φτιάχνουμε —οι λέξεις, τα σπίτια, τα σώματα που προστατεύονται— είναι καταφύγια, μήπως είμαστε καταδικασμένοι να κουβαλάμε πάντα τον πόλεμο μέσα ή γύρω μας;
Ισχύει ότι ο πόλεμος μέσα μας και γύρω μας δεν τελειώνει ποτέ. Δεν ξέρω αν είναι καταδίκη, εξαρτάται πως δίνει κανείς τη μάχη του. Έχει σημασία ο τρόπος.
Στη σελίδα 261 διαβάζουμε: «Σε ένα σκίτσο από δημοσίευμα της εποχής δείχνει πολιτικούς να σπρώχνουν μικρά παιδιά προς το εξωτερικό ως αντάλλαγμα στην περίοδο που η Ελλάδα εκλιπαρούσε τους συμμάχους να κάνουν επενδύσεις στη χώρα». Πώς η ιστορία των “αόρατων παιδιών” που έφυγαν για να σωθεί η χώρα αντικατοπτρίζει τη σημερινή σχέση μας με την ιστορική μνήμη και τις εθνικές υποχρεώσεις; Υπάρχει τρόπος να αποκαταστήσουμε αυτή την ιστορική αδικία μέσα από την τέχνη και την κοινωνική κριτική;
Τα αόρατα παιδιά γίνονται ορατά μέσα από τις ιστορίες μας, τις ιστορίες τους. Αυτή η ορατότητα και η διάσωση της μνήμης είναι από μόνη της μια νίκη, ένας τρόπος να κοιτάξει κανείς το συλλογικό τραύμα και να μην εξακολουθεί να το κρύβει κάτω από το χαλί.
Πόσο καταστροφικό μπορεί να είναι να “βλέπουμε τα πάντα” αδιάκοπα, χωρίς φίλτρα; Μήπως η λήθη, η παράβλεψη και η αποστασιοποίηση είναι βασικά εργαλεία για να αντέξουμε;
Μας μαθαίνουν για χρόνια πως να θυμόμαστε, να απομνημονεύουμε, αλλά κανείς δε μας μαθαίνει πως να ξεχνάμε. Η λήθη είναι μηχανισμός που μπορεί να λειτουργήσει ιαματικά, δεν μπορούμε να θυμόμαστε τα πάντα, αλλά αυτό απέχει από το να μη θυμόμαστε τίποτα. Και συχνά οδηγούμαστε σε αυτό το άκρο, εξαφανίζοντας ότι δε μας αρέσει να θυμόμαστε ως κοινωνίες. Αλλά ό,τι κάνεις πως δεν το βλέπεις, ειδικά αν έχει τη ρίζα του σε κάποιο τραύμα, είναι δεδομένο πως θα επανέλθει ως ανεξόφλητο χρέος.
Σελίδα 313 «Κανένα χρέος δεν παραγράφεται, όλα καταλήγουν στα χρέη του επόμενου. Σε κάποια πράγματα δε λαμβάνεται υπόψη η άγνοια». Πώς αντιμετωπίζεις το βάρος των χρεών — προσωπικών ή συλλογικών — που περνούν από γενιά σε γενιά;Υπάρχει χώρος για άγνοια ή δικαιολογία μέσα σε αυτή τη διαδοχή;
Πάντα υπάρχει χώρος για όλα. Το ζήτημα είναι που οδηγεί κάθε επιλογή και ως κοινωνία εμείς, ειδικά τα ζητήματα χρέους, τα πληρώνουμε ακριβά.
«Καμιά ζωή δεν κερδίζεται, όλες κερδίζονται στον πόλεμο». Πιστεύεις ότι η ζωή «κερδίζεται» μόνο μέσα από τον πόλεμο — είτε κυριολεκτικό, είτε μεταφορικό;
Η ζωή απλά είναι. Δεν υπάρχει νικητής και χαμένος, υπάρχουν ζωντανοί που εναλλάσσονται σε αυτούς τους ρόλους. Κανείς δεν μπορεί να κερδίζει και κανείς δεν μπορεί να χάνει για πάντα. Οι περαστικοί δεν μπορούν παρά να μιλούν ή να διεκδικούν μόνο εφήμερο κέρδος. Όσοι το αντιλαμβανόμαστε αυτό κάπως ισορροπούμε ίσως.
Ποια θεωρείς ότι είναι τα δυνατά σημεία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, ποιες οι προκλήσεις ή αδυναμίες που τη χαρακτηρίζουν;
Δύσκολο να μιλήσει κανείς για ένα λογοτεχνικό είδος που η πολυφωνία του δεν επιτρέπει γενικεύσεις και κανόνες. Μπορώ να μιλήσω μόνο για τις δικές μου προκλήσεις που είναι να φτιάχνω ιστορίες που αγγίζουν το κέντρο των δικών μου προβληματισμών και ανησυχιών. Αν καταφέρουν να αγγίξουν στη συνέχεια και τους αναγνώστες τότε νιώθω ότι κάτι κινείται.
Πιστεύεις ότι η ελληνική γλώσσα και η πλούσια ιστορία μας, τόσο η παλιά όσο και η σύγχρονη, έχουν πολλά να προσφέρουν στη θεματογραφία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας;
Η γλώσσα πάλλεται και ο ρυθμός της, τα υπονοούμενα, τα αόρατα νήματα που μας δένουν με όσους προηγήθηκαν και όσους θα ακολουθήσουν γράφουν αυτό που λέμε λογοτεχνική ιστορία. Εστιάζω σε κάθε ιστορία μου στη γλώσσα, καθώς είναι για μένα ένα διαρκές πεδίο πειραματισμού και ανάπτυξης. Ο ρυθμός και η μουσική των λέξεων είναι από μόνο του ένα μεγάλο στοίχημα σε κάθε ιστορία μου.
Πόσα βήματα πρέπει να γίνουν ακόμη από πλευράς υπουργείου πολιτισμού και άλλων αρμόδιων φορέων ώστε τα ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα να καταστούν ανταγωνιστικά στην ευρωπαϊκή εκδοτική αγορά; Ποια μέτρα θεωρείς πιο επιτακτικά;
Για να σου είμαι ειλικρινής δεν περιμένω πολλά σε αυτόν τον τομέα, ίσως γιατί γνωρίζω ότι ακόμη και αν γίνουν κινήσεις θα τοποθετηθούν στα πόστα όπως λέμε άνθρωποι με τους οποίους έχω ελάχιστη συγγένεια. Και δεν αναφέρομαι σε πολιτικούς κύκλους, αναφέρομαι στους λογοτεχνικούς κύκλους που συνήθως στελεχώνουν τέτοιους φορείς. Η λογοτεχνία είναι μοναχικό ταξίδι, και αν αξίζει κάτι έξω από αυτή τη μοναχική διαδρομή είναι το μοίρασμα με τους αναγνώστες. Αυτοί είναι οι μόνοι που μου δίνουν δύναμη, κανένας φορέας, τουλάχιστον μέχρι σήμερα.
Ευχαριστώ Ευτυχία Γιαννάκη για την κουβέντα μας. Και εύχομαι να είναι καλοτάξιδος ο “Υπέροχος πόλεμος“!
Εγώ σε ευχαριστώ πολύ Μάγδα για τις ερωτήσεις σου και την προσεκτική ανάγνωση.
Καλό καλοκαίρι!