Ο τελευταίος αριθμός
Ένα καλοκαιρινό διήγημα της Ευτυχίας Γιαννάκη, γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες της «Κ»

[ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ: ΗΛΙΑΝΑ ΦΑΦΟΥΤΗ]
*Ευτυχία Γιαννάκη 19.08.2025
All that we see or seem /
Is but a dream within a dream.
E. A. Poe
Οταν μάθαμε ότι η Σαλή έπεσε ανάσκελα στην παραλία, στα καλά καθούμενα, κατεβήκαμε τρέχοντας από τα βράχια για να δούμε τι έγινε. Ολοι ήταν ήρεμοι, σαν να περίμεναν ότι θα συνέβαινε. Ανησυχήσαμε κυρίως επειδή δεν ανησύχησε κανείς άλλος.
Δυο ώρες αργότερα, σηκωνόταν στρατιωτικό ελικόπτερο από την Ελευσίνα για να τη μεταφέρει στο νοσοκομείο στην Αθήνα. Δεν είχε πλοίο εκείνη την ημέρα και η πρώην εξορία που είχε μεταμορφωθεί σε εναλλακτικό Airbnb δεν είχε ούτε αγροτικό γιατρό.
«Πώς τη λένε;» ρώτησαν οι νοσηλευτές που την παρέλαβαν ξαπλωμένη πάνω σε ένα στρώμα, τυλιγμένη με δυο πετσέτες θαλάσσης. Κανείς δεν ήξερε πραγματικά. Στη Χώρα, όλοι τη φώναζαν Σαλή. Κάποιοι πιο πονηροί την αποκαλούσαν Sally, με βρετανική προφορά, για να μην καρφώνονται ότι την έλεγαν τρελή. «Ετσι γίνεται πάντα, αν δεν μπορείς να ξεφορτωθείς κάτι, αλλάζεις λίγο τη λέξη», είχε πει η σύντροφός μου. Ενα ελαφρύ καμουφλάζ δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Οπως δεν την έβλαπτε το makeup που κάλυπτε όλο το πρόσωπό της σαν δεύτερο πετσί, μέσα στην ντάλα.
Είχαμε φτάσει στο νησί δέκα μέρες πριν από το συμβάν, σκοτωμένοι. Η σύντροφός μου μπροστά, εγώ πίσω, με το σακ βουαγιάζ που χώλαινε απ’ το ένα ροδάκι. Δεν έπρεπε να έρθουμε, σκεφτόμουν. Ο χειρότερος τρόπος για να χωρίσεις αν έχει αρχίσει να στραβώνει το πράγμα, είναι οι κοινές διακοπές. Κατεβήκαμε στη νέα προβλήτα του λιμανιού με την αίσθηση πως όλα είχαν αλλάξει – όχι αρκετά για να σταματήσουμε να ερχόμαστε, αλλά όσο έπρεπε για να μην ξέρουμε γιατί το κάναμε ακόμη. Oπως και με τη σχέση μας, δηλαδή.
Eνας ξεροψημένος ντόπιος πιτσιρικάς, έτρεξε προς το μέρος μου. «Θέλεις σταφ;» μου πέταξε. Ηταν κόκκινος σαν αστακός.
Κόλλησα. Φαίνεται πως οι νεότεροι δεν κολλούσαν πουθενά πια. Δεν είπα όχι, δεν είπα και ναι. Απλώς έσφιξα το χερούλι του σάκου για να θυμηθώ σε τι ανήκω: στην περιουσία των διακοπών, σε μια σκηνή που κουβαλούσα, σ’ ένα τσαλακωμένο ψάθινο καπέλο, στα σανδάλια που είχαν βγάλει ήδη δυο καλοκαίρια. Και σε μια εποχή που είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί. Το κάμπινγκ απαγορευόταν πλέον στο νησί, αλλά ελπίζαμε να τρυπώσουμε σε καμιά παλιά καβάντζα.
«Σταφ;» μουρμούρισα.
«Σταφύλια ντε», εξηγήθηκε ο μικρός δείχνοντας ένα τσαμπί. Ο ρυθμός στο νησί είχε πάντα μια καθυστέρηση. Χρειαζόσουν μερικές μέρες για να μπεις μέσα του, ελπίζοντας μάταια ότι κάποια στιγμή θα κατάφερνες να βρεις τον εαυτό σου. Δεν αγόρασα τα σταφύλια. Η σύντροφός μου με αγριοκοίταξε που δεν χαμογέλασα στον μικρό αστακό. Τον άφησα να αναζητά τον επόμενο πελάτη στον ντόκο κι εκείνη κάποιον που θα μπορούσε να γίνει ο επόμενός της σύντροφος.
Καθίσαμε για καφέ στο λιμάνι, μάλλον υπεραισιόδοξοι, νομίζοντας ότι δέκα ώρες μελτεμίσιας τραμπάλας θα εξαφανίζονταν με λίγο χάζι και διπλή δόση καφεΐνης. Εκεί είδαμε τη Σαλή για πρώτη φορά εκείνο το καλοκαίρι. Τα προηγούμενα τη συναντούσαμε παντού: στην πλατεία, στις ταβέρνες, στις πεζούλες να ξεδιαλέγει χόρτα, στον άνεμο με τα μακριά λευκά μαλλιά της ξέμπλεκα, απόκοσμα στάχυα. Είχε αδυνατίσει, αλλά κυκλοφορούσε με το ίδιο νυχτικό, ξεστομίζοντας τα ίδια ακατάληπτα ιταλικά. Κάποτε, λέγανε, ήταν νοσοκόμα στη Νάπολη. Παντρεύτηκε έναν Ελληνα ναυτικό κι αποχωρίστηκε τους δικούς της σαν να ήταν ξένο σώμα. Μια φορά ξένο σώμα, πάντα ξένο. Ο ναυτικός πέθανε νέος. Το σπίτι τους στα γκρεμνά βούλιαξε μερικά χρόνια μετά. Μια ωραία πρωία υποχώρησε το έδαφος και κατάπιε τριάντα τετραγωνικά. Είπαν τότε ότι έφταιγαν τα έργα του νέου δρόμου. Η άσφαλτος σερνόταν πια σαν φίδι απ’ άκρη σ’ άκρη στο νησί, και η Σαλή ζούσε στο γκρεμίδι. Είχε αρνηθεί να φύγει. Τότε της κόλλησαν το παρατσούκλι. Το μισό σαλόνι ατένιζε το χάος. Το υπνοδωμάτιο και η κουζίνα της στέκονταν κανονικά, με δυο κουρτίνες καρφωμένες στον τοίχο – για να μην τη βλέπουν όταν ξάπλωνε. Το υπόλοιπο έλειπε.
Η Σαλή μας προσπέρασε και κάθισε δίπλα σε ένα κουτί που έμοιαζε με όρθιο φέρετρο. Ισιωσε μια ψαροκασέλα και περίμενε. «Ζει ακόμη», ψιθύρισε η σύντροφός μου, για να μην πει πως τίποτε άλλο δεν ζούσε όπως το θυμόμασταν στο νησί. Τιμές στον θεό, μερίδες για τουρίστες, κόσμος κοσμάρα, σήμα φουλ, βιβλία πουθενά, εφημερίδες γιοκ και η σχέση μας διαμελισμένη. Δεν έπρεπε να έχουμε έρθει. Σκαλίζοντας μια καλή ανάμνηση, κινδυνεύεις να την κάνεις κακή.
«Τι είναι αυτό το κουτί δίπλα στη γυναίκα;» ρώτησε ένας παραδίπλα.
«Ποιο; Το ΑΤΜ των ονείρων λες;» είπε γελώντας ο καφετζής. «Δίνεις στη Sally κανένα ψιλό κι αυτή το ανοίγει και σου βάζει στη χούφτα ένα χαρτί. Σαν απόδειξη ας πούμε. Eναν αριθμό».
«Τι αριθμό;».
«Sogno. Oνειρο. Της λες τι είδες στον ύπνο σου κι αυτή σου δίνει τον αριθμό. Είναι ναπολιτάνικο σύστημα. Σαν ονειροκρίτης. Το αίμα ας πούμε είναι το 18, το χρήμα το 46, ο κλέφτης το 79. Αυτά έχω μάθει».
«Και τι κάνετε με τα νούμερα;»
«Κάποιοι τα παίζουν στο Τζόκερ», είπε ο χρυσοθήρας των ονείρων.
Η σύντροφός μου ψήθηκε απ’ όσα άκουσε και είπε ότι ήθελε να πάμε προς το μέρος της. Παρά τις αντιρρήσεις μου, στάθηκε μπροστά στη Σαλή και της αφηγήθηκε το όνειρο που είχε δει με τους δυο μας να βουλιάζουμε σε μια μπανιέρα. Η Σαλή της έδωσε το 48. Σήμαινε νερό.
Το επόμενο απόγευμα ξαναπήγαμε. Και κάθε μέρα γινόταν το ίδιο. Κατεβαίναμε στο λιμάνι για τους αριθμούς: 35, 47, 17. Το πουλί, ο νεκρός, η δυστυχία. Δεν καταλάβαινα τι ήθελε να κάνει με τους αριθμούς.
Oταν η Σαλή έπεσε από τα βράχια, κάποιοι είπαν ότι έπεσε μόνη της, άλλοι ότι είδαν τον αστακό να τη σπρώχνει για λίγα ψιλά που είχε πάνω της. Τον σβέρκωσαν οι μεγαλύτεροι και αυτό ήταν. Ούτε αστυνομία υπήρχε στο νησί ούτε τίποτα.
Η σύντροφός μου είπε να περάσουμε από το σπίτι της πριν φύγουμε. Να πάρουμε κανένα ρούχο, να της το πάμε στον Ευαγγελισμό. Τα τοπικά νέα που ταξίδευαν από στόμα σε στόμα έλεγαν ότι χαροπάλευε.
Τρυπώσαμε στο σπίτι από τη μεριά που έχασκε στο κενό. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι χαρτιά. Eνα φέρετρο ονείρων. Ενός και μόνο ονείρου, για την ακρίβεια.
«Το 91 είναι κολλημένο παντού», είπα.
«Το 91 δεν υπάρχει», είπε η σύντροφός μου. «Η Smorfia Napoletana πάει μέχρι το 90. Το 90 είναι ο τελευταίος αριθμός. Σημαίνει φόβος».
«Τότε το 91 ίσως είναι το τέλος», είπα κοφτά.
«Ή αυτό που χωρίζει τα όνειρα από την πραγματικότητα», μουρμούρισε. «Μια ρωγμή».
Η Σαλή στεκόταν εκεί, στο ρήγμα ανάμεσά μας, και χάιδευε τον αέρα που έμπαινε από παντού στο σπίτι μας.
*Η κ. Ευτυχία Γιαννάκη είναι συγγραφέας. Το τελευταίο βιβλίο της, το μυθιστόρημα «Υπέροχος πόλεμος», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/culture/563766676/o-teleytaios-arithmos/
