Και τώρα… χωρίζουμε

10 λεπτά πριν. Κοιτάχτηκε βιαστικά στον καθρέφτη διορθώνοντας τα μαλλιά της. Ανυπομονούσε να τον δει. Είχε καθυστερήσει. Θα μπορούσε να είναι στην ώρα της, αλλά προτίμησε να επιστρέψει σπίτι, να κάνει ένα ντους και να αλλάξει. Μετά από δυο χρόνια σχέσης ήθελε να είναι περιποιημένη όταν τον συναντούσε. Σκέφτηκε τα χέρια του. Είχε υπέροχα μακριά δάχτυλα. Δάχτυλα πιανίστα. Δεν ήξερε μουσική.

9 λεπτά πριν. Πετάχτηκε στο πεζοδρόμιο και ο κρύος αέρας πάγωσε τα μάγουλά της. Τα μαλλιά της δεν είχαν στεγνώσει καλά και φόρεσε την κουκούλα της. Ένα ταξί φρενάρισε απότομα μπροστά της. Του είπε “Βικτώρια”. Την κοίταξε από τον καθρέφτη και της απάντησε “σε πέντε λεπτά θα είμαστε εκεί”. Και τα μάτια του. Όταν σε κοιτούσε είχε ένα βαθύ διαπεραστικό βλέμμα. Το βλέμμα του ήταν το πρώτο που ερωτεύτηκε σε αυτόν.

8 λεπτά πριν. Έβγαλε το κινητό της και τον κάλεσε. Δεν απάντησε. Κάλεσε μια δεύτερη φορά. Η σύνδεση δεν ήταν εφικτή αυτή τη φορά. Ξεκίνησε να γράφει ένα μήνυμα. Το μετάνιωσε και αποφάσισε να μη στείλει τίποτα. Άλλωστε, αν έβλεπε το κινητό του θα είχε απαντήσει στις κλήσεις της. Θα ήθελε να ακούσει τη φωνή του πριν να τον συναντήσει.

7 λεπτά πριν. Τον σκέφτηκε να κάθεται ήδη στο Cafe des poetes. Ποιός συχνάζει ακόμη σε αυτό το μέρος; Κι όμως, ακόμη και αυτό το βρίσκει γοητευτικό. Όλα τα βρίσκει γοητευτικά πάνω του. Είχαν γνωριστεί σε ένα μπαρ την ημέρα των γενεθλίων του. Κοιμήθηκαν μαζί από το βράδυ. Έκτοτε κοιμόντουσαν μαζί κάθε βράδυ είτε στο σπίτι της, είτε στο δικό του. Ήταν πάντοτε ζεστός, σε αντίθεση με την ίδια.

6 λεπτά πριν. Κόκκινο. Φαίνεται πως είχε περισσότερη κίνηση απ’ ότι υπολόγιζε. Ο ταξιτζής κορνάρισε στο μηχανάκι μπροστά του απαιτώντας να περάσει με κόκκινο. Ο οδηγός με το μαύρο κράνος δεν υπάκουσε. “Καταλαβαίνω ότι βιάζεσαι”, της είπε, δικαιολογώντας την παράλογη απαίτησή του. Δεν του είχε πει ότι βιαζόταν. “Βιάζεσαι έτσι δεν είναι; Όποιος παίρνει ταξί για τόσο μικρή απόσταση βιάζεται”.

5 λεπτά πριν. Λογικά, θα είχε ήδη παραγγείλει τον καφέ του και μπορεί να κουβέντιαζε με κάποιον σερβιτόρο. Ήταν καλός στην επικοινωνία με τους ανθρώπους. Τον τελευταίο καιρό που είχε μείνει άνεργος περνούσε αρκετές ώρες της μέρας του στο καφέ κουβεντιάζοντας με θαμώνες και σερβιτόρους. Συχνά τα βράδια την έπαιρνε αγκαλιά και της έλεγε τις ιστορίες που είχε ακούσει στο καφέ. Δεν άκουγε πάντα τις ιστορίες του με προσοχή, αλλά άκουγε τη φωνή του και την έπαιρνε γλυκά ο ύπνος.

4 λεπτά πριν. Πάλι κόκκινο. Ανυποπομονούσε να τον συναντήσει. Θα του έδινε ένα φιλί στο στόμα, θα τον έπαιρνε αγκαλιά και θα του έλεγε ότι είναι τόσο ερωτευμένη μαζί του που σκεφτόταν να συγκατοικήσουν. Δεν είχε νόημα να χάνουν τόσο χρόνο στις μετακινήσεις και να συντηρούν δυο σπίτια. Ο ίδιος το είχε προτείνει ήδη από το πρώτο εξάμηνο της σχέσης τους, μετά τις πρώτες διακοπές τους. Τι υπέροχα που είχαν περάσει…

3 λεπτά πριν. Ο ταξιτζής άρχισε να κορνάρει επίμονα. Είχε πορεία. Τα αυτοκίνητα ακινητοποιήθηκαν. Κόλαση. Όταν βιάζεσαι έχει πάντα κίνηση. Αποφάσισε να συνεχίσει με τα πόδια. Έκλεισε την πόρτα πίσω της δίχως να πάρει τα ρέστα. Έσφιξε την τσάντα της και άρχισε να τρέχει.

2 λεπτά πριν. Έτρεχε. Άκουγε την ανάσα της και την καρδιά της. Δεν θα μπορούσε να κρατήσει για πολύ αυτόν τον ρυθμό. Ήταν αγύμναστη. Καλό θα ήταν να πάει να γραφτεί σε κάποιο γυμναστήριο σύντομα. Το καυσαέριο εισχωρούσε βαθιά στα πνευμόνια της. Κοίταξε το ρολόι της.

1 λεπτό πριν. Βάδιζε γρήγορα. Επιτέλους έφτανε. Σύντομα θα ήταν μαζί του. Ίσιωσε με το χέρι της τα μαλλιά της λίγο πριν να ανοίξει την πόρτα του μαγαζιού. Μπήκε στο καφέ με φόρα. Οι θαμώνες γύρισαν και την κοίταξαν. Έδειχνε αγχωμένη.

Τώρα. Τον βλέπει που την βλέπει. Δεν σηκώνεται από την καρέκλα του. Η κούπα του καφέ του είναι άδεια. Σκύβει να τον φιλήσει και αυτός τραβιέται. Του ζητάει συγγνώμη που άργησε. Αποφεύγει να την κοιτάξει στα μάτια.

Το στόμα του λέει: “νομίζεις πως έχω χρόνο για χάσιμο; Ως συνήθως έχεις αργήσει μισή ώρα… Νομίζω πως δεν με σέβεσαι και θεωρώ ότι δεν πάει άλλο”.

Δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη. Θέλει μόνο να του πει ότι τον αγαπάει.

Το στόμα του συνεχίζει μόνο του, “θέλω να χωρίσουμε”, της λέει.

* με αφορμή την ταινία Run Lola Run. Στο Βερολίνο της δεκαετίας του 1990 ο νεαρός Μάνι χάνει στο τρένο τα 100.000 μάρκα που πρέπει να επιστρέψει στον λαθρέμπορο Ρόνι. Απελπισμένος παίρνει τηλέφωνο την φίλη του Λόλα η οποία θα κάνει τα πάντα για να τον βοηθήσει. Ακολουθεί το ανελέητο κυνηγητό διάρκειας 20 λεπτών για την ανεύρεση των χρημάτων – σε τρεις διαφορετικές εκδοχές.

Εγγραφείτε στο Newsletter

Η Τριλογία της Αθήνας

#1 Στο Πίσω Κάθισμα – “Πόσο πιθανό είναι να δολοφονήσεις κάποιον, αντί να τον φιλήσεις;” 

#2 Αλκυονίδες Μέρες – “Σε μια κοινωνία που αδυνατεί να προστατεύσει τον αδύναμο κανείς δεν είναι αθώος.”

#3 Πόλη στο φως – “Μέχρι που μπορείς να φτάσεις όταν δεν έχεις πια τίποτα να χάσεις;”

© Ευτυχία Γιαννάκη – Eftychia Giannaki 2025