ελculture: «Είμαστε όλοι ναυαγοί σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη που της χαρίστηκε απλόχερα το φως και το νερό»

Ποτέ κανείς δεν είναι όλα όσα φανερώνει, όλα όσα μοιράζεται και δείχνει. Το παρελθόν συχνά σιωπά μπροστά στη βιτρίνα του παρόντος και η αποκάλυψή του, άλλοτε τυχαία και άλλοτε μεθοδευμένα, μπορεί να ανάψει άσβηστες φωτιές που για χρόνια σιγοκαίνε.

«Οι ναυαγοί του Αυγούστου», το νέο βιβλίο της Ευτυχίας Γιαννάκη που κυκλοφόρησε πριν από μερικές εβδομάδες, είναι το τρίτο μέρος της «Τριλογίας του βυθού», με πρωταγωνιστή τον γνωστό πλέον αστυνόμο Χάρη Κόκκινο που έχει βάλει την σφραγίδα του στο ελληνικό νουάρ.

Η Ευτυχία Γιαννάκη σε αυτό της το βιβλίο, πλέκει περίτεχνα ένα πραγματικό και ανεξιχνίαστο έγκλημα, την αινιγματική δολοφονία του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή στις 27 Αυγούστου 1988 στο σπίτι του στην Αθήνα, με τη δολοφονία του καθηγητή Νομικής Τάκη Πετράκου στο σπίτι του στο Ψυχικό, ένα χαμένο χειρόγραφο αλλά και κυκλώματα παράνομων υιοθεσιών.

Μια εξαιρετικά δουλεμένη ιστορία, δίχως κενά, που ξετυλίγεται με αρμονία, «φυτεύοντας» με αξιοζήλευτη μαεστρία τον σπόρο της αγωνίας, και της ανατροπής που σε κάνει να μην θέλεις να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Ο στοχαστικός της λόγος σε θέματα προσωπικής ευτυχίας και το ζυγισμένο και ευαίσθητο βλέμμα της απέναντι σε κοινωνικές και περιβαλλοντικές πληγές τρυπώνει εύστοχα στην μυθοπλασία που χτίζει, οξύνοντας το νουάρ χαρακτήρα του βιβλίου με την ανθρώπινη διάσταση.

Με αφορμή λοιπόν αυτή τη νέα κυκλοφορία, τους «Ναυαγούς τους Αυγούστου», μιλήσαμε με την Ευτυχία Γιαννάκη:

Θέλεις να συστήσεις τους «Ναυαγούς του Αυγούστου» στους αναγνώστες μας;

«Οι ναυαγοί του Αυγούστου» είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που δένει ένα πραγματικό και ανεξιχνίαστο έγκλημα, τη δολοφονία του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή με τη δολοφονία ενός Καθηγητή Πανεπιστημίου στην μονοκατοικία του στο Ψυχικό, τριάντα τρία χρόνια μετά. Μυθοπλασία και πραγματικότητα πλέκονται σε ένα κοινό νήμα που ρίχνει τον μεγεθυντικό φακό στην Αθήνα του περασμένου Αυγούστου.

Ο αστυνόμος Χάρης Κόκκινος επιστρέφει εσπευσμένα από τις διακοπές του στην Πάρο στη φλεγόμενη Αθήνα, για να βρεθεί αντιμέτωπος με μια περίπλοκη υπόθεση, που ξεδιπλώνεται σαν μια μεγάλη παρτίδα σκάκι. Η μυστική ζωή θυτών και θυμάτων, αλλά και του ίδιου του αστυνόμου, έρχονται στο φως προκειμένου να ξετυλιχτεί το κουβάρι αυτής της υπόθεσης, που τον φέρνει αντιμέτωπο με τον μικρόκοσμο του πανεπιστημίου, με κυκλώματα παράνομων υιοθεσιών, σχέσεις εξουσίας, πάθους και εκδίκησης, στόματα που παραμένουν ερμητικά κλειστά, όταν χρειάζεται να προστατεύσουν το δικό τους μυστικό, και σκιές που κυκλοφορούν στο υπόγειο δίκτυο των αγωγών της Αθήνας.

Πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο;

Σε κάθε βιβλίο υπάρχει ένας πυρήνας που εκρήγνυται και συνήθως δένεται με κάτι πολύ δικό μου. Ενώ είχα αρχίσει να μελετώ την ανεξιχνίαστη υπόθεση της δολοφονίας Ταχτσή που βρίσκεται στον πυρήνα του βιβλίου, συνέβη η μεγάλη φωτιά της Βαρυμπόμπης και του Τατοΐου, σε ένα δάσος με το οποίο με έδεναν δικές μου μνήμες. Η φωτιά τρύπωσε με έναν σαρωτικό τρόπο στην ιστορία, έτσι όπως κατέστρεψε το αγαπημένο μου δάσος. Οπότε λειτουργεί ως σύμβολο σε πολλά επίπεδα μέσα στο βιβλίο. Στη φωτιά, όπως λένε, εύκολα μπαίνεις, αλλά δύσκολα βγαίνεις, ακόμη και όταν σβήσει. Κι αυτό γιατί όσα αφήνει πίσω της, είναι ένα νεκρό πεδίο που δύσκολα επανέρχεται στην προγενέστερη κατάσταση κι αν αυτό συμβεί χρειάζονται δεκαετίες.

Το ίδιο συμβαίνει με το έγκλημα και όσα αφήνει πίσω τους στις οικογένειες, στους οικείους, στον περίγυρο θυρών και θυμάτων. Στα αστυνομικά βιβλία σπανίως ασχολούμαστε με αυτό το κομμάτι. Μας απασχολεί η εξιχνίαση και η λύση, η αποκάλυψη του ενόχου. Αλλά από τις συνέπειες ενός εγκλήματος δύσκολα βγαίνει κανείς, ακόμη κι αν βρει τη λύση, όπως συμβαίνει με τη φωτιά. Επιπλέον, υπάρχει πάντα το πάθος, η ανομολόγητη εσωτερική φωτιά που μας σαρώνει αθόρυβα και ορίζει τη μυστική ζωή μας, όπως όρισε τη ζωή των θυμάτων στην ιστορία μου. Θα έλεγα, λοιπόν ότι αυτό το βιβλίο, αν και ολοκληρώνει την «Τριλογία του βυθού», δεν γεννήθηκε από το νερό, αλλά από τη φωτιά. Το νερό υπάρχει ως το μόνο όπλο που έχουμε για να παλέψουμε τη φωτιά και να οδηγηθούμε στην κάθαρση. Οι συνέπειες της φωτιάς όμως μας ακολουθούν πάντα.

«Ξετρύπωνε τα βιβλία που είχαν γλιτώσει από τα χέρια τους, γνωρίζοντας πως βιβλία και άνθρωποι έχουν την τύχη που προδιαγράφουν τα χέρια στα οποία πέφτουν». Μια από τις αγαπημένες μου φράσεις στο βιβλίο σου. Μας συναντούν τελικά τα βιβλία εμάς τους ανθρώπους; Υπάρχει μια σιωπηλή κλωστή που μας φέρνει κοντά;

Η συνάντηση θέλει τουλάχιστον δυο μέρη και υπάρχει σίγουρα μια ενέργεια που μας έλκει τόσο σε βιβλία, όσο και σε ανθρώπους. Προτιμώ να σκέφτομαι, παρόλο που μπορεί να πέφτω στην παγίδα των αναλύσεων, ότι αυτή η ενέργεια έχει την έδρα της στο κοινό μυστικό που μας συνδέει. Στην πηγαία διάθεσή μας να σκύψουμε με τρυφερότητα στον άλλον και στον εαυτό μας. Ψάχνουμε τις συνδέσεις μεταξύ μας για να νιώσουμε και να βρούμε ένα κάποιο νόημα και νήμα στο ταξίδι.

Ένας από τους ήρωες του βιβλίου σου, ο καθηγητής Πετράκος, θεωρούσε πως τα ζώα, η μουσική και το σκάκι, διδάσκουν τις ανώτερες μορφές πειθαρχίας. Ένας συγγραφέας πρέπει να είναι πειθαρχημένος τη στιγμή της δημιουργίας, της γραφής; Εσύ ακολουθείς κάποιας μορφής πειθαρχία στη συγγραφική σου ζωή;

Ναι, γράφω με πρόγραμμα και πειθαρχημένα. Από τότε που αποφάσισα να αφήσω τη δουλειά μου στο δημόσιο και την εκπαίδευση, η συγγραφή είναι η κύρια απασχόλησή μου. Οπότε ναι, θα έλεγα ότι πλέον δεν υπάρχει ωράριο, πρακτικά γράφω συνεχώς, ακόμη και όταν σκέφτομαι ή σχεδιάζω μια ιστορία, καθώς δομείται μέσα μου ο πυρήνας, η ατμόσφαιρα, ο μικρόκοσμος της ιστορίας, πριν ακόμη να βάλω την πρώτη λέξη στο χαρτί. Από τη στιγμή που θα συμβεί αυτό, περνούν αρκετοί μήνες που θα ξυπνάω το πρωί και αν αφαιρέσει κανείς κάποιες ώρες ξεκούρασης το μεσημέρι, με βρίσκει η νύχτα μπροστά στο γραπτό και τις εκατοντάδες επανεγγραφές του.

Όλες οι ιστορίες σου, εκτός από τον νουάρ χαρακτήρα τους, προβάλλουν υπαρξιακά δράματα αλλά και θέματα ευαίσθητα, ζητήματα της κοινωνικής επικαιρότητας. Στους Ναυαγούς «ξαναζούμε» τις φωτιές. Ποια είναι η πρόθεσή σου; Ταιριάζουν όλα αυτά τα πολυσύνθετα κομμάτια σε ένα νουάρ μυθιστόρημα;

Η πλοκή είναι το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης στις ιστορίες μου και πρέπει να είναι προσεκτικά σχεδιασμένη, ώστε να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, τον ρυθμό και να έχει όλα αυτά τα στοιχεία της δομής και του σασπένς που χαρακτηρίζουν το αστυνομικό ή το νουάρ. Από εκεί και πέρα αυτό που με ενδιαφέρει δεν είναι η πλοκή ως αυτοσκοπός ή ως μέσο εύκολης διασκέδασης, ανατροπών και εκπλήξεων με άσσους που τραβώ διαδοχικά από το μανίκι. Αλλά ως το κλειδί που θα καθηλώσει τον αναγνώστη στο κοινωνικό σχόλιο, τις ανησυχίες της εποχής σε αυτή τη γωνιά της Μεσογείου και το μυστικό των χαρακτήρων, το βάθος του ανθρώπινου ψυχισμού. Το ταίριασμα όλων αυτών των ψηφίδων και η ισορροπία τους είναι πάντα το μεγάλο στοίχημα, μαζί με το συναίσθημα και το τραγούδι της γλώσσας βεβαίως. Αυτή τη μελωδία που ηχεί στα αυτιά σου όταν κλείσεις το βιβλίο.

«Λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά το λεκανοπέδιο, αυτή η πρόχειρη κόλαση από μπετόν, που είχαν σχεδιάσει οι ελάχιστα ευφυείς κάτοικοί του, εξελισσόταν σε ένα αποτελεσματικό μέσο εξόντωσης, αποτελεσματικότερο ίσως απ’ όσο μπορούσε ποτέ να υπολογίσει ο πιο νοσηρός εργολάβος». Απολαυστική τοποθέτηση και μια κραυγή απελπισίας για το αστικό τοπίο. Θέλεις να μου μιλήσεις λίγο για τη σχέση σου με την πόλη;

Η πόλη είναι το σπίτι μου, δεδομένου ότι ζω στο κέντρο της Αθήνας. Ο αστικός ιστός με εγκλωβίζει και με απελευθερώνει ταυτόχρονα. Ας μη γελιόμαστε η Αθήνα είναι μια σκληρή πόλη για τους κατοίκους της, αλλά ταυτόχρονα παραμένει γοητευτική μέσα στο χάος της. Μεγαλώνοντας βεβαίως έλκομαι όλο και περισσότερο από την επαφή με τη φύση, το δάσος, τα ζώα ή το άδειασμα που μπορεί να προσφέρει ένας βράχος στην καρδιά του Αιγαίου. Το ανθρώπινο μέτρο που συναντά κανείς για παράδειγμα στις Κυκλάδες, οικιστικά, αλλά και στον ρυθμό της καθημερινότητας, είναι κάτι που σε κάνει να αναρωτιέσαι για την ψυχική σου υγεία, καθώς επιστρέφεις με το καράβι στο λιμάνι του Πειραιά από τις διακοπές. Αλλά επιστρέφεις.

Σε όλα τα βιβλία σου, η θάλασσα και τα ελληνικά νησιά πρωτοστατούν στο σκηνικό. Υπάρχει μια ιδιαίτερα αγάπη με αυτά, με το φως του ήλιου, με το μπλε της θάλασσας ή υπάρχει κάτι άλλο βαθύτερο;

Το βαθύτερο είναι αυτό που μας δένει μάλλον με τον πυρήνα της ύπαρξης, της αιώνιας επανάληψης, της ανακύκλωσης, του υγρού στοιχείου που μας φέρνει και μας συντηρεί στη ζωή. Είμαστε περαστικοί και η ζωή είναι ένα ταξίδι από το οποίο κανείς δεν βγαίνει ζωντανός, όπως μου αρέσει να επαναλαμβάνω. Είμαστε η εξαίρεση των ζωντανών στον μεγάλο κανόνα των νεκρών που προϋπήρξαν για να μας χαριστεί αυτή η ομορφιά. Είμαστε, λοιπόν, όλοι ναυαγοί σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη που της χαρίστηκε απλόχερα το φως και το νερό.

Έχεις πλέον ως συγγραφέας ταυτιστεί με το νουάρ ακόμα και στις προτάσεις σου για παιδιά. Μίλησέ μας λίγο για αυτή την σχέση. Πώς ξεκίνησε, και πώς τη βλέπεις να εξελίσσεται;

Η παιδική μου σειρά μυστήριου, οι Πιτσιμπουίνοι και οι περιπέτειές τους στο φανταστικό νησί Πίτσι Πίτσου που εικονογραφεί η Σοφία Τουλιάτου, είναι ένας ζωηρός κόσμος χαράς, περιπέτειας, λογικής και συναισθηματικής εξερεύνησης που συνδέεται με την δική μου παιδική ηλικία. Στις αστείες αφηγήσεις που σκάρωνε η μητέρα μου εγώ και ο αδερφός μου ήμαστε οι Πιτσιμπουίνοι της. Κάπως έτσι γεννήθηκε αυτό το κουκούλι των παιδικών αφηγήσεων που είναι αρκετά προστατευμένο, αλλά και ελεύθερο, ανοιχτό στη ρευστότητα της παιδικής φαντασίας, σχεδιασμένο ώστε να αφαιρεί τον φόβο από το μυστήριο.

Τα παιδιά από τριών χρονών βουτούν σε αυτόν τον κόσμο που είναι γεμάτος χιούμορ και χρώμα με τις όποιες αποσκευές τους και βγαίνουν με νέες αποσκευές. Σε κάποια τσέπη τους έχει τρυπώσει πλέον το μυστήριο ως ένα μέρος της μαγείας και της περιπέτειας του κόσμου που τους περιμένει. Όπως τρύπωσαν κάποτε μέσα μου οι αφηγήσεις τις δικής μου μητέρας. Οι Πιτσιμπουίνοι είναι ο παράδεισος της δικής μου παιδικής ηλικίας που μπήκε στο χαρτί.

Αν ερχόμουν σπίτι σου σήμερα, ποιο βιβλίο θα έβρισκα δίπλα στο κρεβάτι σου;

Το επόμενο βιβλίο μου. Σε ένα μπλε σημειωματάριο.

Ποιος ο αγαπημένος σου προορισμός για τον Αύγουστο;

Το φως και η θάλασσα των Κυκλάδων. Τον Ιούλιο. Τον Αύγουστο ναυαγώ συνήθως στην Αθήνα και ξεκινώ να γράφω εντατικά το νέο μου βιβλίο. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι αγαπημένος προορισμός του Αυγούστου παραμένουν μάλλον τα βιβλία και η ησυχία της άδειας πόλης.

Πηγή: https://elculture.gr/eftychia-giannaki-eimaste-oloi-navagoi-se-afti-ti-gonia-tou-planiti-pou-tis-charistike-aplochera-to-fos-kai-to-nero/

Εγγραφείτε στο Newsletter

Η Τριλογία της Αθήνας

#1 Στο Πίσω Κάθισμα – “Πόσο πιθανό είναι να δολοφονήσεις κάποιον, αντί να τον φιλήσεις;” 

#2 Αλκυονίδες Μέρες – “Σε μια κοινωνία που αδυνατεί να προστατεύσει τον αδύναμο κανείς δεν είναι αθώος.”

#3 Πόλη στο φως – “Μέχρι που μπορείς να φτάσεις όταν δεν έχεις πια τίποτα να χάσεις;”

© Ευτυχία Γιαννάκη – Eftychia Giannaki 2023