Ένα διήγημά μου όπως δημοσιεύεται σήμερα στον Ελεύθερο Τύπο, μετά από πρόσκληση του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη για έναν ποδηλάτη που έφυγε κουβαλώντας δυο αλλαξιές, το σώμα της φωτογραφικής του μηχανής και τρεις φακούς, ισχυριζόμενος ότι ένας καλός δείκτης ελευθερίας είναι το βάρος που αποφασίζει να πάρει κανείς μαζί του στο ταξίδι.
“Είναι Αύγουστος του 2020 όταν ακούω να μιλάνε για το παράξενο κυνηγητό που έχει στηθεί στο κατόπι μου. Κάθε ανθρωποκυνηγητό είναι με έναν τρόπο παράξενο, ειδικά αν το θήραμα δεν έχει υπόψη του ότι το κυνηγούν και αν ο κυνηγός δεν έχει υπόψη του ποιον κυνηγά. Η απόσταση ανάμεσα στον τηλεφακό και τον στόχο, είναι αυτό που θα μπορούσε να οριστεί ως ο βαθμός ελευθερίας, όπως η ελευθερία ενός σκύλου ας πούμε καθορίζεται από το μήκος του λουριού του…”
Η συνέχεια στο σημερινό φύλλο της εφημερίδας >
Ο Ελεύθερος Τύπος από φέτος το καλοκαίρι καινοτομεί και για πρώτη φορά φιλοξενεί ανέκδοτα διηγήματα γνωστών και καταξιωμένων Ελλήνων συγγραφέων που γράφτηκαν ειδικά για το αφιέρωμά μας στην ελληνική αστυνομική λογοτεχνία.
Τα διηγήματα θα σας κρατήσουν συντροφιά τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο.
Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Αιώνιες διακοπές
Είναι Αύγουστος του 2020 όταν ακούω να μιλάνε για το παράξενο κυνηγητό που έχει στηθεί στο κατόπι μου. Κάθε ανθρωποκυνηγητό είναι με έναν τρόπο παράξενο, ειδικά αν το θήραμα δεν έχει υπόψη του ότι το κυνηγούν και αν ο κυνηγός δεν έχει υπόψη του ποιον κυνηγά.
Η απόσταση ανάμεσα στον τηλεφακό και το στόχο είναι αυτό που θα μπορούσε να οριστεί ως ο βαθμός ελευθερίας, όπως η ελευθερία ενός σκύλου ας πούμε καθορίζεται από το μήκος του λουριού του. Μιλάω για την ελευθερία του κυνηγού και όχι γι’ αυτήν του θηράματος, όπως θα υπέθετε κανείς. Αφού είναι ο κυνηγός που σέρνεται πίσω από το θήραμα, όσο αυτό εξακολουθεί να ζει τη ζωή του κανονικά. Είναι ο κυνηγός ο αιώνιος δέσμιος του θηράματος που στη χειρότερη περίπτωση θα βρεθεί νεκρό, άρα με έναν τρόπο θα δικαιωθεί κατακτώντας την αιωνιότητα της οργιαστικής ελευθερίας που αξίζει σε κάθε ανέμελο θήραμα που κάποτε θηρεύτηκε με μια σφαίρα στην πλάτη.
Αυτή την εποχή, λοιπόν, μου έχουν συμβεί δύο πράγματα. Πρώτον, με παράτησε η γυναίκα μου και, δεύτερον, παράτησα τη δουλειά μου. Ψέματα, στην πραγματικότητα με παραίτησε ο διευθυντής από τη δουλειά μου κι εγώ μετά παράτησα τη γυναίκα μου. Τα δύο συμβάντα δεν συνδέονται ευθέως, πέραν του ότι πρωταγωνιστώ και στα δύο. Ψέματα, συνδέονται, γιατί αφότου έχασα τη δουλειά μου έγινα νευρικός και άδειος, στράγγιξα όπως άδειασαν απότομα οι μέρες μου, χύθηκα σαν υγρό από την τρύπα ενός βαρελιού. Μέσα σε αυτή την κενότητα των ημερών της ανεργίας, οι φωνές της γυναίκας μου στο σπίτι άρχισαν να αντηχούν όπως τα μπάσα στο ηχείο, σαν να την είχα βάλει μέσα στο άδειο βαρέλι κι αυτή να κοπανιόταν και να ούρλιαζε ασταμάτητα για ώρες, για μέρες, χωρίς όμως να παλεύει να απελευθερωθεί όπως θα υπέθετε κανείς, καλώντας με μάλλον να τρυπώσω μαζί της στο βαρέλι. Για όποιον έχει στοιχειωδώς γνώση του φαινομένου της ολικής κατάρρευσης ενός γάμου, γνωρίζει πως οι φωνές, η ένταση και η συχνότητά τους είναι ο φωτεινός δείκτης που σημαίνει την -όχι και τόσο ηρωική συνήθως- έξοδο από το σχήμα.
Δραπέτης λοιπόν απ’ το βαρέλι των φωνών, κοπάνησα σκυφτός την πόρτα πίσω μου, κουβαλώντας μόνο έναν μικρό σάκο με δυο αλλαξιές, το σώμα της φωτογραφικής μηχανής μου, τρεις φακούς και το ποδήλατό μου. Αλλος ένας δείκτης ελευθερίας είναι το βάρος που αποφασίζεις να πάρεις μαζί σου στο ταξίδι. Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν θα τολμούσε κανείς να με κατηγορήσει για το υπέρβαρο που φόρτωσα στην πλάτη μου την ώρα που έδυε ο ήλιος, την ημέρα που κανονικά θα φεύγαμε για διακοπές. Διακόψαμε λοιπόν μια και καλή κι αν αυτό δεν είναι ο ορισμός των διακοπών που ονειρεύεται κάθε εγκλωβισμένος, τότε τι είναι;
Εκτοτε περιφέρομαι στην άδεια πόλη με το ποδήλατο και φωτογραφίζω τις διακοπές μου. Το έκτοτε αθροίζει ήδη τρεις μέρες αϋπνίας, αφαγίας και μερικών άλλων -ομολογουμένως λιγότερο ουσιωδών- στερητικών άλφα. Σήμερα το πρωί το χέρι μου έτρεμε ανεξέλεγκτο τη στιγμή που σήκωσα τη μηχανή για να στοχεύσω ένα δέντρο και πίσω από αυτό ένα κτίριο και πίσω από αυτό έναν λόφο και πίσω από το λόφο ένα βουνό. Μπροστά από αυτά τα τέσσερα στρώματα στεκόταν μια γυναίκα η οποία βεβαίως αποτυπώθηκε θολή, φλου όπως λέμε, ασαφής, ρευστή, ακανόνιστη, σχεδόν υγρή. Το ίδιο έγινε με την επόμενη και τη μεθεπόμενη και την επόμενη της μεθεπόμενης και όλες όσες εξακολούθησαν να εμφανίζονται μπροστά από τα κατά τ’ άλλα άδεια στρώματα της πόλης, σαν υγρές πολύχρωμες σταγόνες, με ασαφή χαρακτηριστικά και όρια που η μία έδινε τη σκυτάλη στην άλλη.
Το ζήτημα στη φωτογραφία, όπως και σε καθετί άλλο, είναι που εστιάζεις. Αργότερα κατάλαβα ότι ο κυνηγός μου πίστευε πως εστίαζα σε αυτές τις γυναίκες της άδειας πόλης, ότι τις παρακολουθούσα και ότι με έναν τρόπο τις κυνηγούσα, όμως εμένα το μόνο που με ενδιέφερε ήταν η άδεια πόλη και πάντοτε αυτό υπήρξε το ενδιαφέρον μου. Για όποιον επισκέπτεται τους λογαριασμούς μου στα κοινωνικά δίκτυα αυτό είναι σαφές. Δυστυχώς οι επισκέπτες δεν είναι πολλοί και σίγουρα ο κυνηγός μου δεν είναι ένας από αυτούς. Ετσι, από μια παρεξήγηση ή μάλλον, ψέματα, από μια απόλυση κι έναν χωρισμό, διαμορφώθηκε το εξής παράδοξο σχήμα στην καρδιά της άδειας πόλης: θολές γυναίκες, ένα κυνηγός κι ένας κυνηγός του κυνηγού. Χωρίς ιδιαίτερη ανάλυση το σχήμα φέρνει στην επιφάνεια μπόλικα θηράματα, άρα έναν ικανοποιητικό βαθμό ελευθερίας, τουλάχιστον για όσους κυνηγιούνται αφελώς, όχι βεβαίως γι’ αυτούς που κυνηγούν.
Η ζαλάδα δεν με σταμάτησε, ούτε η ζέστη, ούτε ένα απότομο θερινό μπουρίνι, ούτε η ίδια η κάρτα της μηχανής που γέμισε. Συνέχισα να στοχεύω, για ώρες, για μέρες, χωρίς πραγματικό στόχο, χωρίς να σώζω καν τις φωτογραφίες μου πια, αφού όποιος είναι ελάχιστα σοβαρός γνωρίζει πως ό,τι αξίζει να σωθεί δεν θα σωθεί ποτέ ούτως ή άλλως.
Ο κυνηγός μου θέλησε να επισπεύσει τις εξελίξεις και το μαρκάρισμά του είχε γίνει ήδη αρκετά στενό, όταν αντιλήφθηκα ότι ακολουθούσε τα βήματά μου ή για την ακρίβεια τις ροδιές μου μέσα στην πόλη. Το πρόσωπό μου αποτυπωνόταν θολό μπροστά από στρώματα αστικού τοπίου σε όλες τις φωτογραφίες του. Κυνηγούσε τον κυνηγό ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Ομως αυτό το σχήμα δεν έσωσε ποτέ κανέναν. Γιατί όσο κι αν υπάρχουν πάντοτε αυτοί οι αφελείς που νομίζουν ότι αν εξαφανίσουν τον κυνηγό, θα σώσουν το θήραμα, στην πραγματικότητα έχουν γεννήσει έναν νέο τύπο θηράματος. Κι εγώ ήμουν αυτός ο νέος τύπος. Εξίσου αδαής, εξίσου αφελής, εξίσου ανέτοιμος, εξίσου ελεύθερος με όλα τα υπόλοιπα θηράματα που κυκλοφορούσαν στα άδεια στρώματα της πόλης.
Οταν με κεντράρισε στο σκόπευτρό του το κατάλαβα, αλλά αυτό δεν είχε πια καμία σημασία, αφού όποιος είναι ελάχιστα σοβαρός γνωρίζει πως ό,τι αξίζει να σωθεί δεν θα σωθεί ποτέ κι αυτό που περιμένει το θήραμα είναι η οργιαστική ελευθερία μιας σφαίρας στην πλάτη, καθώς ξαπλώνει λίγα μέτρα μακριά από τον κυνηγό του που εξακολουθεί να κυκλοφορεί δέσμιος και άδειος, καλοκαίρι, μέσα στα στρώματα της άδειας πόλης, μετά από μια απόλυση κι έναν χωρισμό. Αιώνιες διακοπές με περίμεναν κι εγώ τις φωτογράφιζα, χωρίς να σώζω τίποτα.
WHO IS WHO Ευτυχία Γιαννάκη
Η Ευτυχία Γιαννάκη γεννήθηκε και μεγαλώνει στην Αθήνα. Από τις Εκδόσεις Ικαρος κυκλοφορούν τα αστυνομικά μυθιστορήματά της με πρωταγωνιστή τον Αστυνόμο Χάρη Κόκκινο και η σειρά παιδικού μυστηρίου «Πιτσιμπουίνοι – Τα πρώτα μου μυστήρια». «Η νόσος του μικρού θεού» είναι το τελευταίο αστυνομικό της μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε φέτος το καλοκαίρι, ακολουθώντας την επιτυχημένη Τριλογία της Αθήνας. Στο παρελθόν εργάστηκε για χρόνια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και εξέδωσε με ψευδώνυμο το μυθιστόρημα με τον τίτλο «Hardcore», που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο.