Η συγγραφέας μιλά στη LiFO με αφορμή την «Τριλογία της Αθήνας», σημειώνοντας πως «το καλύτερο εγκληματολογικό εργαστήριο είναι η οικογένεια»
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ 21.10.2019 | 10:39 Πηγή: www.lifo.gr
«Πόσο πιθανό είναι να δολοφονήσεις κάποιον, αντί να τον φιλήσεις;», «Σε μια κοινωνία που αδυνατεί να προστατεύσει τον αδύναμο κανείς δεν είναι αθώος», «Μέχρι πού μπορείς να φτάσεις, όταν δεν έχεις πια τίποτα να χάσεις;»: αυτά τα τρία κεντρικά ερωτήματα αιωρούνται κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης της «Τριλογία της Αθήνας» της Ευτυχίας Γιαννάκη.
Η συγκεκριμένη σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων εμπεριέχει διαχρονικά ζητήματα, χαρακτήρες, τόπους και πρόσωπα που συνδέονται μεταξύ τους και ξετυλίγονται μέσω μιας καθηλωτικής αφήγησης. Η συγγραφέας Ευτυχία Γιαννάκη ξεχωρίζει, επειδή φιλοτεχνεί μια πολυεπίπεδη αστυνομική πλοκή, κάνοντας την Αθήνα πρωταγωνίστρια των έργων της.
Έτσι, καταφέρνει να συνθέσει μια τοιχογραφία των ανθρώπων της πόλης, να εκφράσει το δικό της κοινωνικό σχόλιο και να δημιουργήσει ένα επιτυχημένο ψυχογράφημα όλων όσα απασχολούν σήμερα τη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα. Σκέψεις, προβληματισμοί, στοχασμοί και ερωτήματα για τη μνήμη, το παρελθόν και την απώλεια υφαίνονται με εξαιρετικό τρόπο στο συγγραφικό σύμπαν της Ευτυχίας Γιαννάκη.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε πληροφορική, μουσική τεχνολογία και επικοινωνία, ενώ εργάστηκε αρκετά χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πέρα από τη συγγραφή των αστυνομικών μυθιστορημάτων, καταπιάνεται και με το παιδικό μυστήριο και τα θεατρικά έργα.
Δεν είμαστε δυνάμει θύτες και θύματα, είμαστε ή υπήρξαμε όλοι θύτες και θύματα καταστάσεων, συγκυριών, ανθρώπων, πολλές φορές, δε, είμαστε θύτες και θύματα ταυτόχρονα. Εθελοτυφλούμε, αν θέλουμε να βλέπουμε την ανθρώπινη φύση με όρους λευκού και μαύρου.
Συναντηθήκαμε ένα ηλιόλουστο μεσημέρι στα γραφεία των εκδόσεων Ίκαρος στο κέντρο της Αθήνας. Το αστυνομικό μυθιστόρημα αποτελεί για την ίδια, πέρα από μια εσωτερική ανάγκη, το κύριο μέσο έκφρασης. Γράφει πάντα ακούγοντας μουσική. Της αρέσουν οι περιπλανήσεις στην πόλη, όπως και τα ταξίδια. Μένει στο Κουκάκι, το οποίο «είναι το μέρος όπου γεννήθηκα, ο τόπος των βιβλίων μου. Το φωτεινό σκοτεινό χωριό μου μέσα στην πόλη. Ο ομφαλός του δικού μου μυστήριου κόσμου». Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για την Αθήνα, τους κοινωνικούς προβληματισμούς, τη βία και το έγκλημα, την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας, την ευτυχία αλλά και για το τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή.
– Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε και τι θυμάστε πιο έντονα από την παιδική σας ηλικία;
Γεννήθηκα στην Αθήνα και μετά έφυγα για την Σάμο και την Κύπρο σε μια ταραγμένη περίοδο λίγο μετά την εισβολή. Ακολούθησε η Θεσσαλονίκη και η Ρόδος πριν να επιστρέψω οριστικά στην Αθήνα, στο Γυμνάσιο. Η δουλειά του πατέρα μου επέβαλε συχνές μετακινήσεις και με έναν τρόπο από την αρχή όλα προδιέγραφαν το τέλος. Σύντομα κατάλαβα ότι η ζωή δεν κουβαλούσε βεβαιότητες. Ήταν απλώς ό,τι μεσολαβούσε ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα, ήταν αυτό που άρχιζε για να τελειώσει. Άλλωστε, όπως λένε η ζωή είναι ένα ταξίδι από το οποίο κανείς δε βγαίνει ζωντανός, έτσι και η παιδική ηλικία είναι ένα ταξίδι από το οποίο κανείς δε βγαίνει παιδί. Οι αναμνήσεις από τα θραύσματα εκείνης της περιόδου δεν έχουν καμία αντικειμενικότητα, φέρουν όμως πάντοτε ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό φορτίο που για εμένα παραμένει συνδεδεμένο με τις ονειρικές αφηγήσεις και τα παραμύθια της μητέρας μου. Οι τόποι άλλαζαν, οι ιστορίες έμεναν. “Γράφω” σημαίνει έκτοτε ότι “επινοώ τον δικό μου τόπο για να βυθιστώ”.
– Γιατί στα βιβλία σας επιλέγετε την πόλη και συγκεκριμένα την Αθήνα ως πρωταγωνιστή;
Η Αθήνα είναι ένα σχήμα, η αναζήτηση ενός κέντρου στον έκκεντρο κόσμο μου. Έχει τα χαρακτηριστικά της μητρόπολης που μέσα της φωλιάζουν εκατομμύρια ιστορίες, σπινθηρισμοί αυτών που ξεκινούν, μουρμουρητά αυτών που αποσύρονται, προσδοκίες και διαψεύσεις, κουβαλάει όλες τις αντιφάσεις ενός ευρωπαϊκού σύμπαντος με ανατολίτικα χαρακτηριστικά, τον συντηρητισμό και φατρίες που πολεμάνε μεταξύ τους, ένα τεράστιο χωριό όπου όλοι γνωρίζουν κι αν δεν γνωρίζουν διαισθάνονται τι συμβαίνει, έχει κι έναν υπόγειο κόσμο που επιβιώνει φορώντας γυαλιά ηλίου κάτω από το ατέλειωτο, το αστείρευτο φως της. Στρώματα ιστορίας, θρίαμβοι και συντριβές, ένας αέναος κλαυσίγελος – όλα παραμένουν θαμμένα και συνήθως γραμμένα στα παλιά μας τα παπούτσια – αλλά είναι πάντα εκεί. Για εμένα αποτέλεσε ιδανικό πεδίο ανάπτυξης αστυνομικών ιστοριών, αφού η Αθήνα, καθώς την εσωτερικεύω είναι πάντοτε επαρκώς ρευστή και μυστηριώδης, όπως ακριβώς και οι ήρωές μου.
– Ο κεντρικός ήρωας, Χάρης Κόκκινος, είναι ένας από εμάς;
Αν σκεφτούμε ότι είμαστε οι άλλοι και οι άλλοι είμαστε εμείς, τότε ναι, ο Χάρης Κόκκινος εντάσσεται στο μικροσύμπαν μας. Είναι σίγουρα οικείος, αλλά ταυτόχρονα έχει κάτι άπιαστο, όπως οποιοσδήποτε μπορεί να μας γοητεύσει. Λειτουργεί ως καθρέφτης της πόλης και η πόλη ως καθρέφτης του σε μια κρίσιμη συγκυρία. Είναι ένας άνθρωπος σε πτώση, τη στιγμή που η πόλη πέφτει κι αυτό από μόνο του ξεδιπλώνει ένα αχανές πεδίο προβληματισμού ή επεκτείνει το πεδίο της πάλης όπως θα έλεγε και ο Ουελμπέκ.
– Ποιοι είναι οι κοινωνικοί προβληματισμοί που ακολουθούν την αστυνομική λογοτεχνία;
Θα έλεγα ότι η αστυνομική αφήγηση, από όλα τα λογοτεχνικά υποείδη είναι αυτό που μάλλον αναμετριέται ευθέως με τα τρέχοντα κοινωνικά ζητήματα. Πολλές φορές κάπως άγαρμπα ομολογουμένως, αφού κάτω από αυτή την ταμπέλα του αστυνομικού εντάσσονται πλέον από σαπουνόπερες του υποκόσμου, μέχρι και περιπετειώδεις ή κινηματογραφικές καταδιώξεις του τίποτα, με μόνο σκοπό την ανατροπή για την ανατροπή και τα ταχυδακτυλουργικά του συγγραφέα. Στις καλές εκφάνσεις της ωστόσο, διατηρεί τα χαρακτηριστικά της στιβαρής πλοκής, λέει ιστορίες με αρχή, μέση, τέλος, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αλλά χρησιμοποιεί την πλοκή όχι ως αυτοσκοπό, αλλά για να ξεδιπλώσει το κοινωνικό σχόλιο και να καταβυθιστεί στο ψυχολογικό βάθος των ανθρώπων που οδηγούνται σε ένα άκρο, γιατί το έγκλημα είναι πάντοτε μια ακραία κατάσταση. Θα δείτε στα σύγχρονα αστυνομικά βιβλία να θίγονται όλα τα τρέχοντα κοινωνικά ζητήματα που μας απασχολούν και να αποκαλύπτονται συχνά αυτά που κρύβουμε κάτω απ’ το χαλί, το ζήτημα όμως στην λογοτεχνία δεν είναι απλώς η ανάδειξη αυτών των θεμάτων, ούτε το τρέχον, είναι να τραβήξεις αυτό το καπάκι που όσο το πιέζεις από πάνω, πάντα υπάρχει κάτι από κάτω που το σπρώχνει να τιναχτεί. Είναι αυτή η δύναμη που ζητά να έρθει στο φως από τη λογοτεχνική αφήγηση και είναι η αναμέτρηση με τον θάνατο και όλο το υπαρξιακό βάρος αυτού του ιλιγγιώδους συμβάντος που κρύβονται κάτω από μια τέτοια αφήγηση.
– Έχετε βρει απάντηση ως προς το τι οδηγεί έναν άνθρωπο στη βία και στο έγκλημα; Εν δυνάμει είμαστε όλοι θύτες και θύματα;
Δεν είμαστε εν δυνάμει θύτες και θύματα, είμαστε ή υπήρξαμε όλοι θύτες και θύματα καταστάσεων, συγκυριών, ανθρώπων, πολλές φορές δε, είμαστε θύτες και θύματα ταυτόχρονα. Εθελοτυφλούμε αν θέλουμε να βλέπουμε την ανθρώπινη φύση με όρους λευκού και μαύρου. Χάνουμε όλους τους ενδιάμεσους τόνους και το φάσμα των χρωμάτων μέσα στο οποίο στην πραγματικότητα κινούμαστε. Υπάρχει το μικρό έγκλημα, το καθημερινό, το υφέρπον, το ανομολόγητο, αυτό στο οποίο συναίνεσες ενώ δεν έπρεπε, το στόμα σου που το κράτησες κλειστό όταν ήταν να μιλήσεις και είναι αυτό το μικρό που γεννάει το μεγάλο. Φυσικά, και ευτυχώς μάλλον, οι περισσότεροι από εμάς δεν θα χρειαστεί να σκοτώσουμε κάποιον στη ζωή μας. Ας έχουμε στο νου μας ότι απλώς δεν χρειάστηκε ή ότι το μικρό δεν απέχει πολύ από το μεγάλο, μια λεπτή γραμμή χωρίζει πάντοτε το φως από το σκοτάδι κι εκεί, σε αυτή την λεπτή γραμμή που δεν είναι απολύτως καθαρή πάντοτε στο ανθρώπινο μάτι, χορεύει η βία.
– Τι σας ώθησε στη συγγραφή και ποια βαθύτερη ανάγκη εκφράζει;
Η πατρίδα της συγγραφής είναι η ανάγνωση. Αν πιάνεις ένα βιβλίο και χάνεσαι στην ιστορία και το αισθητικό πεδίο που σου συστήνει, αν σκέφτεσαι διαφορετικές διαδρομές που θα μπορούσε να ακολουθήσει ο ήρωας, αν έχεις τελικά την υπομονή να βυθιστείς σε ένα ταξίδι εντός σου, στους πολλαπλούς εαυτούς και τα θραύσματα που συνιστούν μια κάποιου είδους ταυτότητα για εσένα, τότε αρχίζεις να πειραματίζεσαι με τις λέξεις και τον ρυθμό τους. Διαπιστώνεις γρήγορα ότι παρά τους κανόνες τους οι λέξεις είναι ανυπάκουες, λίγο πολύ όπως οι άνθρωποι, αναρχικές με έναν τρόπο, ότι δεν λένε εύκολα αυτό που θες να πεις κι εκεί αρχίζει ένα ατέλειωτο παιχνίδι μαζί τους κι ένα ατέλειωτο παιχνίδι εντός σου, μια απειρία εκδοχών σου που επιχειρεί να απομυζήσει την υπεραξία των καθημερινών πραγμάτων, των συναισθημάτων και των καταστάσεων που υπάρχουν γύρω σου κι εντός σου για να πει κάτι που ίσως έχει νόημα, πρωτίστως για σένα και μετά για τους άλλους.
– Ποιος είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας; Είναι μια διαφυγή από την καθημερινότητα; Μια εξερεύνηση της ζωής;
Είναι θα έλεγα ένας σύμμαχος, ένας φίλος να πορεύεσαι μαζί του είτε ως αναγνώστης, είτε ως δημιουργός ή ένας τρόπος ζωής. Ένα ατέλειωτο παιχνίδι, με την ηδονική διάσταση όμως που έχει το παιχνίδι για τα παιδιά που μέσα από αυτό ανακαλύπτουν τα όρια του εαυτού και του κόσμου γύρω τους. Συχνά παρουσιάζουμε τα βιβλία ως πηγές γνώσης, ως ταξίδια σε άγνωστα μέρη ή ζωές, ως εκμυστηρεύσεις και μοίρασμα του δημιουργού με τον αναγνώστη. Στην ουσία η λογοτεχνία είναι μια ανάγκη για όσους επιθυμούν να βυθιστούν ηδονικά στην ανθρώπινη κατάσταση και την ρευστότητά της, με την μικρότητα και το μεγαλείο της. Ένα εργαλείο ανοχής και αντοχής του κόσμου, εντός, εκτός κι επί το αυτό.
– Έχετε εργαστεί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στην εποχή της εικόνας με ποιους τρόπους θα πείθατε νέους ανθρώπους να διαβάζουν βιβλία;
Μάλλον με τη δουλειά μου, προσπαθώντας να συνομιλήσω μαζί τους μέσα από ιστορίες που ίσως έχουν νόημα και για τους ίδιους. Ίσως και επικοινωνώντας μαζί τους ακόμη και από τα νέα μέσα που είναι τόσο ελκυστικά για τους νεότερους, από μία συνέντευξη όπως αυτή εδώ. Στην εποχή της πολυδιάσπασης, όπου όλα είναι ηλεκτρονικά και άπιαστα, αλλά ελάχιστα ηλεκτρισμένα και απτά, το βιβλίο παραμένει ένα απτό ηλεκτρισμένο πεδίο που μπορεί να ανατινάξει το μυαλό σου, την ώρα που κάποιοι άλλοι δίπλα σου απλά τρώνε ποπ κορν. Καλώς ή κακώς επιλέγουμε σε ποιο πεδίο θα είμαστε. Θα τους μιλούσα ίσως γι’ αυτή την επιλογή, το βάθος και τις συνέπειές της.
– Και, επίσης, ποιο πιστεύετε ότι είναι το βασικότερο πρόβλημα της ελληνικής εκπαίδευσης;
Ότι συχνά στερείται αυτού του βάθους, του ηλεκτρισμού που πρέπει να υπάρχει στην παιδαγωγική διαδικασία. Το σχολείο δεν είναι ένα πεδίο χαράς και ανακάλυψης, αλλά ένα εργοστάσιο καταναγκασμών. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εκπαιδευτικοί που εμπνέουν ή μαθητές που μέσα από τον καταναγκασμό θα βρουν το δρόμο προς τον πειραματισμό και την ελευθερία τους. Απλά έχω την αίσθηση ότι συχνά όλα γίνονται δύσκολα, με αργά βήματα σε ένα αντίξοο πλαίσιο. Μετρήστε πόσες ώρες τα παιδιά έρχονται σε επαφή με την τέχνη και την ουσία της και πόσες με την επιστήμη. Το συντριπτικό ισοζύγιο αναδεικνύει αμέσως το προφανές έλλειμμα της έμπνευσης, του άπιαστου, του δημιουργικού, αυτού που κανονικά θα έπρεπε να ευχόμαστε για ένα σύγχρονο παιδαγωγικό μοντέλο. Τα συντριπτικά διανοητικά κατάγματα με τα οποία βγαίνουμε μέσα από αυτή τη διαδικασία είναι γνωστά σε όλους μας. Παρόλα αυτά βγαίνουμε και συνεχίζουμε. Σημασία έχει να συνεχίζεις με την αντίληψη ότι κανείς δεν σου χρωστάει τίποτα και πως όσα δεν σου έδωσαν, είναι στο χέρι σου να τα αναζητήσεις μόνος. Το άλλοθι χρειάζεται μόνο για τους υπόπτους.
– Κατά τη γνώμη σας, ποιες είναι οι παθογένειες της ελληνικής οικογένειας;
Μια ρήση λέει ότι το καλύτερο εγκληματολογικό εργαστήριο είναι η οικογένεια. Αν θες να δεις τι έφταιξε – ή τι πήγε καλά – ξεκινάς από εκεί. Η οικογένεια είναι ο αρχέγονος πυρήνας της επιβίωσής μας και για όσους δεν είναι παθολογικά αισιόδοξοι είναι γνωστό ότι ο αγώνας για επιβίωση θα αφήσει πολύ αίμα πίσω του. Η ελληνική οικογένεια είναι μια ψηφίδα που συνθέτει την ελληνική κοινωνία με όλα τα χαρακτηριστικά που αντιλαμβανόμαστε ή διαισθανόμαστε ότι αυτή έχει. Ας μη γελιόμαστε όμως, δεν υπάρχει ένας τύπος οικογένειας, καθεμία είναι μοναδική, είτε ελληνική, είτε ξένη, έχει τα καλά και τις παθογένειές της και είναι η άγκυρά μας στο χάος, αρκεί κάποια στιγμή να τραβιέται ή να την τραβάμε προκειμένου να ταξιδέψουμε στο πέλαγος.
– Επειδή έχετε σπουδάσει πληροφορική θεωρείτε ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αφαιρούν πολύτιμο ελεύθερο χρόνο, όπως για παράδειγμα, από τη διαδικασία της ανάγνωσης; Και πώς έχουν επηρεάσει τις ανθρώπινες σχέσεις;
Σίγουρα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και οι πλατφόρμες διασκέδασης που έφεραν τα νέα μέσα είναι εξαιρετικά δελεαστικά, σχεδόν υπνωτιστικά, είναι σχεδιασμένα ώστε να απορροφούν τη σκέψη και τη δράση. Ελάχιστα αν έχεις ασχοληθεί με το σχεδιασμό διεπαφών και την αξία των big data αντιλαμβάνεσαι ότι έχουν φτιαχτεί για να απορροφούν όχι μόνο το μάτι και το μυαλό σου, αλλά για να καταγράφουν τις προτιμήσεις σου, παράγοντας patterns, σχήματα που χαρτογραφούν τον τρόπο σκέψης για να σου επιστρέψουν τελικά αυτό που θέλεις να δεις είτε ως δικιά σου εικόνα, είτε ως εικόνα των άλλων και του κόσμου σου. Είναι πεδία σχεδιασμένα να τρέφουν τον ναρκισσισμό, συνήθως της ασημαντότητας. Κάποιοι χάνονται εκεί μέσα, κάποιοι βγαίνουν, κάποιοι γνωρίζουν πως να τα χρησιμοποιήσουν, κάποιοι όχι. Θέλει κόπο πάντως για να μάθεις να ζεις μαζί τους και όχι μέσα από αυτά.
– Πώς ανακαλύπτει κανείς τι είναι αυτό που θέλει στη ζωή;
Κοιτάζοντας μέσα του, όπως ο ντετέκτιβ, συστηματικά και με μεγεθυντικό φακό, πειραματιζόμενος, φωτίζοντας τα σκοτάδια ή εκμεταλλευόμενος το φως του, ακόμη κι αν είναι για να συνειδητοποιήσει ότι δεν βρήκε αυτό που ήταν να βρει ή ότι δεν χρειάζεται το νόημα της ζωής του να είναι κάτι απτό, κάτι συγκεκριμένο. Ζούμε για να ζούμε, αυτό είναι το βάθος και το βάρος της συνείδησης του παραλόγου της ύπαρξης. Μετριάζεται ίσως κάπως αυτή η συνειδητοποίηση με την κουβέντα και ακούγοντας. Είναι σημαντικό να ακούς γύρω σου, να είσαι ανοιχτός, να παίρνεις ιδέες, συναισθήματα, ιστορίες, όλα τα υλικά για να ανακαλύψεις ποιος είσαι, γιατί περί αυτού τελικά πρόκειται, είσαι μια ψηφίδα. Όταν βρεις τον τρόπο να μοιράζεσαι και δεις ποιος είσαι, κάπως ξέρεις και τι θέλεις από τη ζωή, αλλά και όσο δεν το βρίσκεις, εξακολουθείς να ζεις και θα ζεις ακόμη κι αν δεν το βρεις ποτέ. Η ζωή τρέχει, όσο εσύ ψάχνεις να δεις τι είναι αυτό που θες από τη ζωή. Η ζωή απλά είναι. Εσύ απλά είσαι. Κι αυτό δεν είναι κακό. Αντιθέτως, είναι μεγαλειώδες.
– Σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι αποξενώνονται όλο και περισσότερο, τι είναι αυτό που μπορεί ακόμα να τους ενώσει;
Η αγάπη, όπως περιγράφεται με όρους αποστολικούς. «Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. Είτε δε προφητείαι, καταργηθήσονται, είτε γλώσσαι παύσονται, είτε γνώσις καταργηθήσεται». Και όπως ακούγεται με τη μουσική του Preisner στο σάουντρακ της Μπλε ταινίας, της κινηματογραφικής Τριλογίας του Kieślowski.
– Μπορεί ένας άνθρωπος να προχωρήσει τη ζωή του αφήνοντας εντελώς πίσω του το παρελθόν;
Νομίζω πως αυτό είναι αδύνατον. Κάθε μέρα, κάθε ώρα γεννιέται ένας νέος εαυτός μας που χωνεύει όλους τους προηγούμενους μέσα από τις πολύπλοκες διαδικασίες της μνήμης και της λήθης. Κάθε στιγμή είμαστε οι εμφωλευμένοι εαυτοί μας που προηγήθηκαν, οι εμφωλευμένες σκέψεις και τα συναισθήματά μας. Φέρνουμε κύκλους με την ψευδαίσθηση ότι τρέχουμε κατοστάρι σε ευθεία. Γι’ αυτό και όταν στεκόμαστε, όταν παύουμε να τρέχουμε συμβαίνουν τα σπουδαία. Όταν μετεωριζόμαστε στο κέντρο του δικού μας κύκλου σαν δερβίσηδες.
– Τι είναι αυτό που σας γοητεύει στην Αθήνα αλλά και τι σας ενοχλεί;
Με γοητεύει η ρευστότητά της, το γεγονός ότι είναι ένα μεγάλο χωνευτήρι ανθρώπων και των ιστοριών τους εδώ και αιώνες. Με ενοχλεί όταν κακοποιούμε τον δημόσιο χώρο, προβάλλοντας και εξωτερικεύοντας με θράσος τον δικό μας κακοποιημένο εσωτερικό χώρο.
– Υπάρχει κάτι που να φοβάστε;
Όπως λέει και ο Ρόθκο, «το μόνο που φοβάμαι, φίλε μου, είναι ότι μια μέρα το μαύρο θα καταπιεί το κόκκινο». Μα, πιο πολύ ακόμη φοβάμαι να φοβάμαι θα συμπλήρωνα.
– Τι σημαίνει γι’ εσάς η λέξη συγχώρεση;
Ωριμότητα, ανεκτικότητα, με έναν τρόπο την ουσία της συνύπαρξης. Ζούμε στη φθορά, την τραγωδία και την κωμωδία. Με συγκινεί πάντοτε ο άνθρωπος που υποχωρεί με χιούμορ αντιλαμβανόμενος το μέγεθός του και το μέγεθος των πραγμάτων.
– Ευτυχία για σάς τι θα πει;
Στιγμές ισορροπίας που συνοδεύονται από ένα ηδονικό ξέσπασμα. Φως και αναγέννηση. Εκεί που ούτε η πληγή, ούτε οι συντριβές, αλλά ούτε και το μεγαλείο και η νίκη έχουν κάποια αξία. Εκεί που η μνήμη και η λήθη βρίσκονται σε μια παράξενη ισορροπία που σου επιτρέπει απλά να είσαι για να είσαι, γυμνός, σα να γεννήθηκες μόλις, έτοιμος γι’ αυτή, τη μεγαλύτερη των απολαύσεων.
– Τι σας δίνει ελπίδα σήμερα;
Δεν κατανοώ ιδιαίτερα την έννοια της ελπίδας, εννοώ δεν μπορώ να την κάνω απολύτως δικιά μου αυτή την έννοια αυτόνομα. Ίσως για μένα να είναι μια ρωγμή στη συνήθεια, στην πεπατημένη, σε μια δεδομένη κατάσταση και άρα η έξοδος από ένα κουραστικό σχήμα μετά από πολύ στρίμωγμα, για να καταφέρεις να περάσεις μέσα από την ρωγμή προς κάτι που σε τραβάει. Πιστεύω λοιπόν στους ανθρώπους που αφοσιώνονται σε κάποιο σχέδιο που θα επιτρέψει αυτό το αδιανόητο πέρασμα από τη ρωγμή με σκληρή δουλειά. Ίσως η ελπίδα για μένα να είναι συνώνυμη με την αφοσίωση σε κάποιο δημιουργικό πάθος. Μ’ αρέσουν αυτοί που επιμένουν στον δικό τους δρόμο, κόντρα σε όλη την αντιξοότητα που τους επιβάλλει η πεπατημένη, αναζητώντας πάντα τις ρωγμές και τα δικά τους περάσματα.
– Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Να ακολουθείς τον δικό σου μοναδικό δρόμο με πάθος, να μοιράζεσαι και να συναισθάνεσαι. Να είσαι γενναιόδωρος, να αγγίζεις και να αγγίζεσαι με όποιον τρόπο μπορείς.
Info:
Την Τετάρτη 23 Οκτωβρίου, στις 19:30, οι εκδόσεις Ίκαρος και το Little Tree Books & Coffee σας προσκαλούν σε μια εκδήλωση αφιερωμένη στην «Τριλογία της Αθήνας» της Ευτυχίας Γιαννάκη με ήρωα τον αστυνόμο Χάρη Κόκκινο. Η Ευτυχία Γιαννάκη συνομιλεί με τον δημοσιογράφο Γιάννη Πανταζόπουλο για την «Τριλογία», εστιάζοντας στον ρόλο που παίζει η πόλη στα μυθιστορήματά της. (Little Tree Books & Coffee, Καβαλλότι 2, Αθήνα) Η «Τριλογία της Αθήνας» αποτελείται από τους τίτλους «Στο Πίσω Κάθισμα», «Αλκυονίδες Μέρες» και «Πόλη στο Φως», και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.