Συνέντευξη: Μαρία Παναγιώτου
Ο Αστυνόμος Χάρης Κόκκινος επανέρχεται στη δράση, μετά την Τριλογία της Αθήνας που τον οδήγησε σε μια ιδιότυπη απομόνωση στην Πάρο, για να εξιχνιάσει ένα έγκλημα και μια υπόθεση αρχαιοκαπηλίας.
Τι σας οδήγησε στη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων;
Νομίζω πως με ενδιαφέρουν οι ιστορίες που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, με το σασπένς τους, τη σφιχτή πλοκή, τους ενδιαφέροντες χαρακτήρες, ιστορίες δηλαδή που, πέρα από ένα πρώτο ενδιαφέρον πρώτο επίπεδο ανάγνωσης που συνιστά η πλοκή τους, καταφέρνουν να αναμετρηθούν με τα τρέχοντα κοινωνικά ζητήματα, αλλά και τους πιο μύχιους φόβους και τα υπαρξιακά μας ερωτήματα. Ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα είναι ταυτόχρονα ο καθρέφτης της εποχής μας και του αχαρτογράφητου εσωτερικού βυθού μας.
Πώς θα συστήνατε σε κάποιον το νέο σας βιβλίο «Η νόσος του μικρού θεού»;
Θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα κοινωνικό ψυχογράφημα που πυροδοτείται όταν μια γυναίκα εντοπίζεται νεκρή στο σκάφος της, στο νότιο άκρο της Πάρου. Ο Αστυνόμος Χάρης Κόκκινος επανέρχεται στη δράση, μετά την Τριλογία της Αθήνας που τον οδήγησε σε μια ιδιότυπη απομόνωση στο νησί, προκειμένου να εξιχνιάσει το έγκλημα. Η έρευνα γύρω από κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας, τα κλειστά στόματα και οι ιδιαιτερότητες της κλειστής κοινωνίας του νησιού θα φωτιστούν για να καταστήσουν τελικά τη Μεσόγειο καθρέφτη όλης της Ευρώπης.

Από πού αντλείτε τα πρωτογενή υλικά της αφήγησής σας;
Νομίζω πως ο πυρήνας βρίσκεται στα θραύσματα των εμπειριών μου, τα οποία ανασυνθέτω κάθε φορά με ένα νέο βιβλίο προτείνοντας έναν νέο μικρόκοσμο, μια συνθήκη στην οποία θα βυθιστεί στη συνέχεια ο αναγνώστης.
Πώς θα περιγράφατε τον κεντρικό ήρωα σας, τον Αστυνόμο Χάρη Κόκκινο;
Ως έναν χαρακτήρα που διαθέτει το απαραίτητο βάθος και ενδιαφέρον ώστε να επανέρχεται σε μια σειρά ιστοριών, πράγμα διόλου εύκολο. Ο Χάρης Κόκκινος είναι ο γοητευτικός και μυστήριος επιβάτης που κάθεται στο τρένο απέναντί μου και κουβεντιάζουμε για τους φόνους που θα ανταλλάξουμε μεταξύ μας, όπως έκαναν οι Δύο Ξένοι στο αστυνομικό μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ. Σε κάθε περίπτωση είναι ανθρώπινος, πολύ ανθρώπινος, σε βαθμό συγκίνησης.
Αλήθεια, τι πιστεύετε οδηγεί τους ανθρώπους στο έγκλημα;
Πώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει την ανθρώπινη φύση και την ανθρώπινη κατάσταση κάθε φορά; Ίσως αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι να εστιάζουμε στην κοινωνική συνθήκη ή στην ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση που οπλίζει το χέρι του θύτη. Αλλά ακόμη κι αυτό δεν είναι αρκετό για να κατανοήσουμε πλήρως τα αίτια, τη διαδρομή και όλα όσα συμβαίνουν στην ψυχή του θύτη που συχνά υπήρξε θύμα. Σημασία έχει να κατανοούμε ίσως τη ρευστότητα των ορίων και ότι το φως και το σκοτάδι συνυπάρχουν μέσα μας.
Ζήσατε κάποια περίοδο στην Κύπρο με την οικογένειά σας. Τι θυμάστε από αυτά τα χρόνια;
Επειδή ήταν τα πρώτα παιδικά μου χρόνια, θυμάμαι το φως της, τις γεύσεις της και την τραγουδιστή ντοπιολαλιά της που πάντοτε με συγκινούν, όπως και την αίσθηση ενός διαρκούς ανοικτού τραύματος, αντιληπτό ακόμη και σε ένα παιδί. Όσες φορές την επισκέπτομαι, απολαμβάνω ξανά όσα ακριβώς με συγκινούσαν τότε, και θυμάμαι ότι το τραύμα και η συνύπαρξη με αυτόν που σε τραυμάτισε δεν είναι απλή υπόθεση. Η Λευκωσία είναι η διχοτομημένη πόλη που η δόνησή της μένει πάντοτε χαραγμένη μέσα μου, μαζί με το φως του τόπου που έρχεται και τον λυτρώνει.
Ποια βιβλία που διαβάσατε πρόσφατα, σας συνεπήραν;
Διαβάζω ξανά τα βιβλία της Μαργαρίτας Καραπάνου και με συνεπαίρνουν ξανά και ξανά.
Φιλελεύθερα, 12.7.2020.