Καθόταν στην άκρη του πάρκου σ’ ένα σπασμένο παγκάκι και κάπνιζε κοιτάζοντας μονίμως προς τον ουρανό. Γι’ αυτό την βγάλαμε το κορίτσι που κάπνιζε σύννεφα. Δεν έφευγε ποτέ από το παγκάκι. Όποια ώρα κι αν περνούσαμε την βλέπαμε στην ίδια στάση, με το τσιγάρο να κρέμεται στα δάχτυλά της λίγο πριν να καρφωθεί στα ξερά χείλη της και αυτή η επανάληψη της έδινε μια ανεξήγητη δύναμη. Οι πιο μικροί σύντομα πίστεψαν πως ήταν αυτή που έφτιαχνε τα σύννεφα. Οι μεγαλύτεροι έλεγαν πως ήταν απλώς μια τρελή που θα πέθαινε από το τσιγάρο. Όλοι συμφωνούσαν πως ήταν ουρανοκατέβατη.
Μια μέρα σηκώθηκε κι έφυγε όπως είχε έρθει, αφήνοντας πίσω της έναν λόφο από γόπες. Όταν βεβαιωθήκαμε ότι εξαφανίστηκε αρχίσαμε να μαζεύουμε τις γόπες σε μια άκρη κλωτσώντας τες. Κι όσο κλωτσούσαμε τόσο πιστεύαμε πως το κορίτσι που κάπνιζε σύννεφα δεν υπήρξε ποτέ.
Τα σύννεφα έκτοτε φτιάχνονται μόνα τους και κανείς τρελός δε ζει στο πάρκο. Το πάρκο αν και πιο καθαρό έχει γίνει βαρετό.
Φωτό: Francesc Català Roca