Πρώτη μέρα στο σχολείο. Δεν έχω αδέρφια, δεν έχω σκύλο, δεν έχω γάτα. Έχω δυο γονείς που ζούνε χώρια. Ζω πότε με τον έναν πότε με τον άλλον. Το θέμα μας δεν είναι τώρα αυτό. Το θέμα είναι ότι είναι η πρώτη μέρα στο σχολείο. Κι έχω ξαγρυπνήσει και δε θυμάμαι ούτε το όνομά μου. Ξεχνάω την τσάντα μου στο σπίτι. Ξεχνάω ένα τετράδιο, δυο ξυσμένα μολύβια και μια γόμα.
Είναι η πρώτη μέρα. Δεν πειράζει που τα ξέχασα. Σημασία έχει που τώρα ροχαλίζω όρθιος. Οι άλλοι τιτιβίζουν σαν πουλιά πάνω σε κοιμισμένο δέντρο και ο παπάς σκορπάει αγιασμένο νερό πάνω στα κεφάλια μας. Με πιάνει μια σταγόνα στο μέτωπο. Τη σκουπίζω αμέσως. Το χέρι μου υγραίνεται και το βάζω στην τσέπη. Εκεί στεγνώνει με την ησυχία του.
Κάποιος με σπρώχνει από πίσω. Θα δω την αίθουσα. Θα δω και το θρανίο που θα κάθομαι. Θα δω και τη φάτσα που θα κάθεται δίπλα μου. Εντάξει, δεν είναι ό,τι χειρότερο. Κι εγώ δεν είμαι ό,τι χειρότερο. Κάπως ταιριάζουμε στο ότι δεν είμαστε και οι δυο ό,τι χειρότερο και χαμογελάμε αμήχανα.
Ξέρω ότι δεν πρόκειται να μάθω τίποτα σε αυτό το σχολείο. Πώς το ξέρω; Αφού γράφω τόσα χρόνια μετά γι’ αυτό. Δεν πρόκειται να μάθω τίποτα. Η ποδιά μου έχει γαλάζια τετραγωνάκια. Είμαι παλιός.
Στο σχολείο έφτασα μόνος μου. Η μαμά μου έδειξε από την προηγουμένη δέκα φορές πως θα φτάσω. Δεν είναι μακριά από το σπίτι. Δηλαδή είναι ακριβώς απέναντι από το σπίτι. Όταν ξύπνησα μου φαινόταν μακριά όμως. Όλοι κοιμόντουσαν. Στο σπίτι μένω μόνο εγώ κι αυτή. Αφού κοιμόταν αυτή, είναι σωστό να λέω ότι κοιμόντουσαν όλοι.
Βάζω την ποδιά με τα τετραγωνάκια, αυτή την παλιά ποδιά που φορούσαν στο νηπιαγωγείο και κατεβαίνω χωρίς να πάρω την τσάντα μου. Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω. Αν χτυπήσω το κουδούνι θα ξυπνήσει και άμα ξυπνήσει πάνε τσάμπα τα χάπια που παίρνει για να κοιμάται. Δεν είναι καλά τα χάπια. Δεν την πιάνει πάντα ο ύπνος. Μία λειτουργούν και μία όχι. Πρέπει να είμαι ήσυχος για να βοηθάω τα χάπια. Έτσι, φτάνω χωρίς τσάντα. Κάθομαι στο θρανίο χωρίς τετράδιο. Σημειώνω χωρίς μολύβι. Και σβήνω χωρίς γόμα. Όλα καλά. Ούτως ή άλλως δε θα μάθω τίποτα στο σχολείο.
Ο διπλανός μου έχει μαζί του μία κόλλα. Τι να την κάνεις την κόλλα πρώτη μέρα στο σχολείο; Του λέω ότι είναι άχρηστη. Την ανοίγει. Γεμίζουν κόλλα τα δάχτυλά του. Δέχεται να μου τη χαρίσει. Είναι πολύ εύκολο να σου χαρίσει κάποιος ό,τι περνάει για άχρηστο.
Βάζω την κόλλα στην τσέπη. Ξέρω ότι αυτός θα γίνει καλός μου φίλος γιατί μπορώ να τον κάνω ό,τι θέλω. Γυρίζω με την κόλλα στο σπίτι. Χτυπάω το κουδούνι. Κάθομαι στο τραπέζι.
Δεν πήρες την τσάντα σου, λέει.
Θέλω λίγο χθεσινή πίτσα, λέω.
Όταν φύγεις αύριο να πάρεις μαζί σου την τσάντα.
Δε θέλω να ξαναπάω στο σχολείο. Μυρίζει σαν ψόφιο ψάρι.
Ποιός;
Ο διπλανός μου. Η τάξη. Όλα.
Θα συνηθίσεις.
Παίρνω την κόλλα και κλείνομαι στο δωμάτιό μου. Πέφτει μια νύχτα μαύρη σαν καλιακούδα. Τα χάπια κάνουν τη δουλειά τους σήμερα. Είναι με τις μέρες τους ή μάλλον με τις νύχτες τους. Ροχαλίζει σαν γαλλικό μπουλντόγκ. Της αρέσουν τα γαλλικά. Μου έχει μάθει μερικές λέξεις. Ήθελε να ζει στο Παρίσι, αλλά ξέμεινε σε αυτή τη στάνη. Ο καθένας βέβαια μπορεί να θέλει ό,τι θέλει. Δεν απαγορεύεται να θέλεις, αλλά απαγορεύεται να μη θέλεις.
Δε θέλω να πάω σχολείο. Απαγορεύεται. Πιάνω την κόλλα και την απλώνω πάνω μου. Ξαπλώνω στα σεντόνια και η κόλλα πάει παντού. Μυρίζω όλος ψόφιο ψάρι. Με παίρνει μια χαρά ο ύπνος μέσα στην ψαρίλα. Το βράδυ κολυμπάω σε ωκεανούς. Ξυπνάω. Αυτή κοιμάται.
Σηκώνομαι. Παίρνω την τσάντα μου. Βάζω από πάνω την ποδιά με τα μπλε τετραγωνάκια. Είμαι παλιός. Πάω στο σχολείο. Δε θα μάθω τίποτα σε αυτό το σχολείο. Όπου πιάνω κολλάει. Κολλάω. Οι άλλοι γελάνε.
Πιάνω αγκαλιά τον διπλανό μου. Κολλάμε. Γελάει. Είμαι σίγουρος ότι θα γίνει καλός μου φίλος αυτός. Τον κάνω ό,τι θέλω. Κολλητός.
Δε θέλω να πάω στο σχολείο, λέω.
Θα συνηθίσεις.
Συνηθίζω. Η κόλλα απλώνεται. Οι κινήσεις μου γίνονται αργές. Τα μπούτια μου δεν ξεκολλάνε πια από την καρέκλα. Το χέρι μου δεν ξεκολλάει από το θρανίο. Τα παπούτσια μου από το πάτωμα. Είμαι παλιός. Τώρα μπορώ να λέω ότι δεν έμαθα τίποτα σε αυτό το σχολείο και να κάθομαι στην καρέκλα κολλημένος όλη μέρα. Κάθε μέρα. Για χρόνια.
Σήμερα μου είπαν ότι θα είναι η πρώτη μέρα της θεραπείας μου κι εγώ για κάποιο λόγο θυμήθηκα την κόλλα και την πρώτη μέρα στο σχολείο. Όπως και τότε δεν μπορώ να μην θέλω, παρόλο που ξέρω ότι δε θα γίνει τίποτα. Δε θυμάμαι ούτε το όνομά μου, όπως και τότε. Η καρέκλα μυρίζει ψαρίλα. Το φάρμακο μυρίζει ψαρίλα. Τα ρούχα μου μυρίζουν ψαρίλα. Είμαι παλιός. Πολύ παλιός. Και η κόλλα απλώνεται παντού. Στα έπιπλα. Στους τοίχους. Στους φίλους. Ακόμη και πάνω στα παράθυρα. Δε βλέπω τίποτα. Δε θυμάμαι ούτε το όνομά μου. Η ατμόσφαιρα είναι κολλώδης.
Δε θυμάμαι ούτε το όνομά μου. Σιγά να μην θυμάμαι την πρώτη μέσα στο σχολείο. Τίποτα. Μόνο η μυρωδιά της κόλλας μένει σε μια προσπάθεια να μείνω κολλημένος εδώ.
© Eftychia Giannaki 2016.