Το έγκαυμα. Καλοκαιρινό νουάρ διήγημα για την Εφημερίδα των Συντακτών

Το έγκαυμα

Το κουδούνι χτυπάει στις τρεις τη νύχτα. Πετιέμαι απ’ το κρεβάτι αφήνοντας μια υγρή στάμπα δίπλα στην πλάτη της Αννας που μουρμουρίζει. Ανάβω το φως του κομοδίνου. Ο τίτλος της εφημερίδας παραδίπλα μού θυμίζει τη φρικτή ιστορία που διάβαζα πριν κοιμηθώ. «Ο φονιάς με το κουστούμι», δηλαδή ο άνδρας που πριν γίνει ο φονιάς με το κουστούμι, ήταν σκέτο ο άνδρας με το κουστούμι. Κυκλοφορούσε, λέει, κατακαλόκαιρο, με μάλλινο σακάκι και παντελόνι, αλλά δεν έκανε κάτι άλλο παράξενο πριν σκοτώσει τη φίλη του, την κόψει σε κομμάτια στην μπανιέρα, τη συσκευάσει σε δυο βαλίτσες και τους βάλει φωτιά κάπου στους πρόποδες της Πάρνηθας. Πρώτα τον έπιασαν για απόπειρα εμπρησμού και μετά για φόνο. Τα δάση με τον καύσωνα φυλάσσονται καλύτερα απ’ τις φοιτήτριες.

Το κουδούνι ξαναχτυπά και φαντάζομαι ποιος είναι. Ακούς εκεί, μάλλινο μέσα στον καύσωνα; Κανονικός τρελός. Το ρετιρέ μας τηγανίζεται επί τρεις μέρες. Κάνοντας οικονομία στο κλιματιστικό τα βράδια, το ανάβουμε διατηρώντας μια ανεκτή θερμοκρασία το μεσημέρι. Η Αννα βρέχει το νυχτικό της πριν ξαπλώσει και μέχρι τις τρεις το νερό έχει εξατμιστεί. Η Αννα είναι δυστυχώς εκεί.

«Ναι», λέω στο μικρόφωνο του θυροτηλεφώνου.

«Acropolis view suite?» ρωτάει η φωνή.

«Την τρέλα μου, πάλι τα ίδια;» μουγκρίζει η Αννα στο βάθος.

Από τότε που έγιναν Airbnb δύο διαμερίσματα της πολυκατοικίας, οι τουρίστες καταφέρνουν να σύρουν σωστά τα βαλιτσάκια τους από του διαόλου τη μάνα, παίρνουν το σωστό αεροπλάνο, μπαίνουν στο σωστό μετρό, συντονίζονται στις σωστές συντεταγμένες, αλλά όταν φτάνουν στην εξώπορτα της πολυκατοικίας μας, εκεί τα σκατώνουν πατώντας λάθος κουδούνι.

«No», ουρλιάζω. Το κουδούνι ξαναχτυπάει. «Fuck off», συμπληρώνω. Ξαναχτυπάει. Το κουδούνι σταματάει. Η Αννα έχει ξυπνήσει για τα καλά.

Επιστρέφω στο κρεβάτι, ισιώνω τα μαξιλάρια και κάθομαι. Ξέρω ότι δεν πρόκειται να ξανακοιμηθώ. Κοιτάζω το ταβάνι. Σε μια γωνιά έχει ξεφλουδίσει σαν έγκαυμα. Ολο τον χειμώνα η πλάκα μαζεύει υγρασία και το καλοκαίρι πετάει τον σοβά.

«Τι θα γίνει με αυτό το θέμα;» ρωτάει η Αννα.

«Θα το φτιάξουμε», της υπόσχομαι, χωρίς να καταλαβαίνω αν ρωτάει για τον σοβά ή για τα κουδούνια.

«Πώς;» επιμένει.

«Θα δούμε». Η απάντηση καλύπτει όλα τα πιθανά νοήματα της ερώτησης. Γενικά η αναβλητικότητά μου είναι η συνηθισμένη αναβλητικότητα των ανέργων. Χωρίς λεφτά δεν κάνεις πολλά. Δεν πας διακοπές, δεν καίγεσαι στην πλάτη, δεν ανάβεις το κλιματιστικό, δεν κοιμάσαι καλά, σε υποτιμά, κόβεις τους περιττούς καβγάδες, συναινείς πιο εύκολα, κοιτάς το έγκαυμα στο ταβάνι, ψάχνεις τις αγγελίες, ξανακοιτάς το έγκαυμα, μουρμουρίζει, δεν βολεύεται, πιάνεις κάποια στιγμή την εφημερίδα από το κομοδίνο.

«Τι έγινε με αυτόν;» λέει σηκώνοντας το μαξιλάρι της δίπλα μου.

Τεντώνω την εφημερίδα. Ενα θηρίο δυο μέτρα, εκατόν πενήντα κιλά με χειροπέδες. Τα φρύδια του δυο τόξα που συναντιούνται κοφτά πάνω από την πλακουτσωτή μύτη του, τρεις χαρακιές χωρίζουν φέτες το μέτωπό του. Η γεωμετρία του κτήνους φαίνεται να ενδιαφέρει τη γυναίκα μου.

«Τα μάτια του είναι μαύρα», λέει.

Εγώ ξέρω πως έτσι δείχνουν στην εφημερίδα.

«Τα μαύρα μάτια είναι τα πιο σπάνια», επιμένει η Αννα.

Εγώ ξέρω ότι μπορεί η εφημερίδα να τον κάνει να μοιάζει σπάνιος, ενώ είναι απλώς τα χρώματα του τυπογραφείου στο εφημεριδόχαρτο. Τα μάτια του είναι καφέ, συνηθισμένα καφέ μάτια. Είναι γνωστό ότι όσοι βγαίνουν στις εφημερίδες αυτομάτως μοιάζουν πιο σπάνιοι, ενώ γενικά είναι κανονικοί.

«Τι θα γίνει με τη δουλειά;» αλλάζει απότομα θέμα, επιλέγοντας το χειρότερο.

«Τι να γίνει; Θα πάω αύριο και θα δούμε».

«Ξενύχτης από τη ζέστη και τους διαόλους».

«Τι να κάνεις;» αναρωτιέμαι κάπως αόριστα.

«Πρέπει να βάλεις το κουστούμι που είπαμε και να πεις αυτά που είπαμε».

«Θα τα πω».

«Τα θυμάσαι;»

«Τα θυμάμαι».

«Σίγουρα;»

Η επανάληψη χτυπάει στα νεύρα μου. «Σίγουρα», απαντώ απότομα για να κοπεί η κουβέντα.

«Τι σίγουρα; Εδώ έχεις ξεχάσει άλλα κι άλλα», λέει αναφερόμενη στην ερωτική απραξία μου τον τελευταίο χρόνο. Ρίχνει το μαξιλάρι της και οριζοντιώνεται.

«Συγγνώμη που με οκτακόσιους βαθμούς δεν τρίβομαι πάνω σου», της πετάω, «και αύριο πρέπει να ζωστώ και το κουστούμι». Απομακρύνει κι άλλο τα πόδια της, γυρίζει την ιδρωμένη πλάτη της, βολεύεται, έχει παχύνει, δεν μου αρέσει, συνεχίζω να διαβάζω, το έγκαυμα χάσκει πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Απ’ την ανάσα της καταλαβαίνω ότι δεν κοιμάται. Διαβάζω.

Το θηρίο παραδόθηκε, γράφει. Ψύχραιμο. Ιδρωμένο μέσα στο κουστούμι του είπε: Ηρθε η αστυνομία, ενώ όταν τη θες δεν έρχεται ποτέ. Δεν έβγαλε το κουστούμι ούτε όταν του πέρασαν χειροπέδες, ούτε στην ανάκριση όταν ομολόγησε. Εγινε γνωστός ως ο φονιάς με το κουστούμι και πιστεύω πως έτσι ήθελε να γίνει γνωστός.

Σκύβω ξανά στην εφημερίδα. Οι ώρες περνάνε. Ο άντρας με το κουστούμι μού φαίνεται όλο και πιο συμπαθής. Τον κοιτάζω και τον ξανακοιτάζω. Βάζω το πρόσωπό μου στη φωτογραφία του και, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, τα μάτια μου μαυρίζουν. Τυπωμένος μοιάζω κι εγώ πιο σπάνιος, ενώ γενικά είμαι κανονικός.

Οταν ξημερώνει επιτέλους, η ανάσα της Αννας δίπλα μου παύει να ακούγεται.

Σηκώνομαι και ψάχνω το κουστούμι μου.

Πηγή: https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/208305_egkayma

efsyn
Εγγραφείτε στο Newsletter

Η Τριλογία της Αθήνας

#1 Στο Πίσω Κάθισμα – “Πόσο πιθανό είναι να δολοφονήσεις κάποιον, αντί να τον φιλήσεις;” 

#2 Αλκυονίδες Μέρες – “Σε μια κοινωνία που αδυνατεί να προστατεύσει τον αδύναμο κανείς δεν είναι αθώος.”

#3 Πόλη στο φως – “Μέχρι που μπορείς να φτάσεις όταν δεν έχεις πια τίποτα να χάσεις;”

© Ευτυχία Γιαννάκη – Eftychia Giannaki 2023