Πιθανόν να ήταν ιδέα των γονιών μου, δεν ξέρω πως βρέθηκα σ’ αυτό το σπίτι, θέλω να πω πως είναι ένα σπίτι που δεν μου αρέσει και τόσο, εντάξει δεν είναι και ό,τι χειρότερο, αλλά το πρωί σηκώθηκα με αυτή την αίσθηση, ότι δεν ξέρω καθόλου γιατί απ’ όλα τα σπίτια του κόσμου, επέλεξα να μείνω σε αυτό το συγκεκριμένο που ούτε το φως είναι αρκετό, ούτε η γειτονιά, ούτε η διαρρύθμισή του, κυρίως η γειτονιά, ναι, η γειτονιά δεν μου αρέσει καθόλου, δηλαδή όχι τα κτίρια, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι της γειτονιάς δεν είναι καθόλου του γούστου μου κι εγώ δεν είμαι του δικού τους και το ενοίκιο είναι υψηλό, πιο υψηλό απ’ όσο μπορώ να δίνω και απ’ όσο θα ήθελα να δίνω για ένα τέτοιο σπίτι, σε αυτή τη γειτονιά ή σε οποιαδήποτε γειτονιά γενικώς και που αποφάσισα να είμαι πάντα στο ενοίκιο για να είμαι ελεύθερη, να μπορώ να πάω σε όποιο σπίτι θέλω όποτε μου την καπνίσει, χωρίς να φανταστώ ότι απ’ όλα τα αχούρια θα ρίζωνα σε αυτό και θα εγκλωβιζόμουν στους τέσσερις τοίχους του χωρίς προφανή λόγο, σε αυτό που επέλεξαν οι δικοί μου όταν συμφωνήσαμε να εγκαταλείψω το πατρικό μου.
Τις προάλλες έβαλα δυνατά μουσική, την μουσική που μου αρέσει και που όπως αποδείχτηκε δεν αρέσει σε κανέναν άλλον στην γειτονιά, αφού βάλθηκαν όλοι να φωνάζουν, όχι να φωνάζουν, να γκαρίζουν να την κλείσω, κρεμάστηκαν στα μπαλκόνια με τις φλέβες τους φουσκωμένες και τα χέρια τους απλωμένα προς το μέρος μου και ούρλιαζαν σαν να ήταν σε διαδήλωση, όλοι μαζί, φωνάζοντας συνθήματα υβριστικά που κανονικά θα έπρεπε να τα φωνάζουν μόνο σε κάποιον που τους έχει κάνει μεγάλο κακό, ενώ εγώ δεν έχω βλάψει κανέναν, δεν τους ξέρω καν, θέλω να πω ότι δεν έχω παρτίδες με δαύτους και όταν είδαν πως δεν έκλεινα το στερεοφωνικό, αφού γνωρίζω ότι είναι δικαίωμά μου να ακούω τη μουσική που θέλω στις δέκα το πρωί, άρχισαν να βάζουν τα δικά τους στερεοφωνικά πιο δυνατά από το δικό μου και πιο δυνατά απ’ όσο θα μπορούσε να αντέξει κουφός, αποδεικνύοντας το απίστευτα κακό μουσικό τους γούστο, ένα γούστο κουφού.
Δεν πτοήθηκα παρά τις βρισιές και τις απειλές, άφησα την μουσική μου να παίζει όλη μέρα, πρωί μεσημέρι απόγευμα κι έκαναν κι αυτοί το ίδιο και όταν έφυγα από το σπίτι για τον βραδινό μου περίπατο καθώς απομακρυνόμουν από τη γειτονιά, άκουγα ακόμη πίσω μου τις μουσικές τους, την μία πάνω στην άλλη, τις απίστευτα άθλιες μουσικές επιλογές τους που δεν ντρέπονταν να τις έχουν στη διαπασών και να καυχιούνται, όπως καυχιέται όποιος δεν έχει καμία συναίσθηση της ξιπασιάς του και του κακού του γούστου και κάπου στο βάθος άκουγα και την δικιά μου μουσική, την θεσπέσια μελωδία που έβγαινε ακόμη από το ηχεία μου και που θα εξακολουθούσε να βγαίνει μέχρι να επιστρέψω στο διαμέρισμα, αφού είχα κανονίσει να παίζει η ίδια λίστα σε επανάληψη, μια λίστα χιλίων κομματιών που τα έχω ξεδιαλέξει ανάμεσα σε εκατομμύρια κομμάτια όλα αυτά τα χρόνια και που έχω αποφασίσει ότι αυτά μου ταιριάζουν περισσότερο και αυτά θέλω απ’ όλα τα κομμάτια να ακούω περισσότερο, σε επανάληψη, τουλάχιστον μια φορά την βδομάδα, σε αντίθεση με όσα θέλουν να ακούν όλοι οι υπόλοιποι οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να δεχτούν την επιλογή μου.
Περπάτησα, περπάτησα, περπάτησα για ώρες θέλοντας να βεβαιωθώ ότι όταν θα επέστρεφα θα είχαν πάψει πια τα κλαπατσίμπαλα των άλλων και είχα δίκιο, ναι είχαν πάψει, αλλά μαζί με τα δικά τους είχε πάψει και η δικιά μου μουσική. Τι έγινε, καμιά διακοπή ρεύματος θα είναι σκέφτηκα και ανέβηκα από τις σκάλες με τον φόβο να μη γίνει πάλι διακοπή και κλειστώ στο ασανσέρ, άνοιξα την πόρτα λαχανιασμένη και είδα το ηλεκτρονικό ρολόι της κουζίνας, αυτό που ξερυθμίζεται όποτε έχει διακοπή ότι έδειχνε κανονικά την ώρα, οπότε κατάλαβα ότι κάτι άλλο έτρεχε που δεν μπορούσα να το καταλάβω, πλησίασα στο στερεοφωνικό και είδα ότι ήταν κλειστό, πάτησα το on off και λειτούργησε κανονικά, κάποιος το είχε σβήσει, κάποιος είχε μπει στο σπίτι μόνο για να σβήσει το στερεοφωνικό, κάποιος από αυτούς τους κουφούς γείτονες, όσο έλειπα, έψαξα προσεκτικά γύρω μου, τίποτε άλλο δεν είχε πειραχτεί, καμία ζημιά, κάποιος μπήκε μόνο γι’ αυτόν τον λόγο και τότε συνειδητοποίησα ότι ενώ είχα κλειδώσει την πόρτα βγαίνοντας, όταν επέστρεψα την βρήκα ξεκλείδωτη, κάποιος είχε παραβιάσει την εξώπορτα και ήταν τόσο ικανός που δεν είχε αφήσει κανένα σημάδι, ίσως θα έπρεπε να αρχίσω να σκέφτομαι σοβαρά την ιδέα της τοποθέτησης ενός συναγερμού για να προστατευτώ.
Πήγα να ξαπλώσω εκνευρισμένη και όπως σήκωνα το πάπλωμα τον είδα. Ήταν αυτός. Αυτός είχε κλείσει λοιπόν τη μουσική μου. Πώς βρέθηκε στο κρεβάτι μου; Γιατί αυτός από όλους τους άλλους; Πιθανόν να ήταν ιδέα των γονιών μου, δεν ξέρω πως βρέθηκα μαζί του σ’ αυτό το σπίτι, θέλω να πω πως είναι ένα σπίτι που δεν μου αρέσει και τόσο, εντάξει δεν είναι και ό,τι χειρότερο, αλλά ξάπλωσα έχοντας την ίδια αίσθηση που είχα και όταν ξύπνησα, ότι δεν ξέρω καθόλου γιατί απ’ όλα τα σπίτια του κόσμου, επέλεξα να μείνω σε αυτό το συγκεκριμένο. Αποκοιμήθηκα με την σκέψη ότι ίσως όλα, το σπίτι, η γειτονιά, η μουσική των κουφών, ακόμη κι αυτός που έκλεισε τη μουσική μου, ίσως όλα να ήταν μια ιδέα των γονιών μου. Κι ενώ θα περίμενε κανείς να θυμώσω, αυτή η σκέψη είχε κάτι ανατριχιαστικά καθησυχαστικό, τόσο που με νανούρισε.
© Eftychia Giannaki 2016.