Περιοδικό Intellectum: Νόστιμο θηλυκό ζαρκάδι

Νόστιμο θηλυκό ζαρκάδι. Ένα χορταστικό διήγημά μου όπως δημοσιεύεται στο Περιοδικό Intellectum.

Copyright: Ευτυχία Γιαννάκη

Η κεντρική αίθουσα της ταβέρνας είχε μετατραπεί σε ανακριτικό δωμάτιο. Το τζάκι ήταν αναμμένο, έξω χιόνιζε κι αυτό που σκεφτόμουν ήταν ότι μόνο αν την πετούσαμε στη φωτιά θα γλιτώναμε απ’ τις φωνές της. Εντάξει, είχα πιει και λίγο παραπάνω, δεν σκέφτομαι συνήθως έτσι. Ίσως έπρεπε απλά να την αγνοήσω και να επιστρέψω στον ξενώνα μας. Για δυο μέρες είχαμε πάει άλλωστε, οικογενειακά, η κόρη μου περίμενε πως και πως αυτό το ταξίδι στα χιόνια. Τι δουλειά είχα να μπλέξω μαζί της; Στην αρχή το πήρα στην πλάκα, αλλά μετά τα πράγμα σοβάρεψε. Δεν έχω χειρότερο από το αστείο που σοβαρεύει. Ήταν η πιο παράλογη ανάκριση που μπορεί να διανοηθεί άνθρωπος και φυσικά, οι περισσότεροι γελούσαν κάτω απ’ τα μουστάκια τους. Η τύπισσα είχε τρελαθεί. Μας έστησε όλους απέναντί της, γνωστούς και αγνώστους και μας λιθοβολούσε λες και της είχαμε σκοτώσει το παιδί. Απαιτούσε να μάθει ποιος το έκανε. Για την ακρίβεια ούρλιαζε ότι δεν θα φεύγαμε από την ταβέρνα αν δεν ομολογούσε ο ένοχος. Λίγα λεπτά νωρίτερα είχε σερβιριστεί η τελευταία μερίδα του θηλυκού ζαρκαδιού και οι περισσότεροι έγλειφαν ακόμη τα δάχτυλά τους, ξεπλένοντας το στόμα τους με χύμα κόκκινο κρασί. Πάνω που ξεκινούσε η ζαλάδα και η γλυκιά θολούρα της χώνεψης, πάνω στο καλύτερο δηλαδή, μας στρίμωξε για να μας κάνει δυο παράδες και να μας το βγάλει από τη μύτη. Τα νεύρα μου τινάζονταν όπως πηγαινορχόταν σαν σβούρα απειλώντας θεούς και δαίμονες. Η φωνή της στο τέλος κάθε πρότασης, κάθε τελευταία λέξη της που υψωνόταν σε ένα αδιανόητο κρεσέντο, χτυπούσε στα παράθυρα και στους τοίχους και μετά έσκαγε σαν πιστολιά δίπλα στο αυτί μου. Ομολογία, φώναζε. Απαιτώ μια ομολογία. Τι σου είναι ο ήχος. Μια πιστολιά που μπορεί να σε τρελάνει.

Μπορώ να σου πω τι συνέβη, αλλά δεν θα μάθεις ποτέ τ’ όνομά μου. Το μόνο που μπορείς να σημειώσεις είναι: ένοχος αγνώστων λοιπών στοιχείων. Σαν ανέκδοτο ακούγεται αυτό. Ένοχος χωρίς στοιχεία, ίσον αθώος. Καταλαβαίνεις ότι παίρνω αυτές τις προφυλάξεις γιατί δεν θέλω να μάθουν τίποτε οι δικοί μου, ούτε οι άγνωστοι βεβαίως. Κι ένας άσχετος, ένας περαστικός, ν’ άκουγε αυτή την ιστορία, θα του έγδερνε το στομάχι. Είναι αναμφίβολα από τις ιστορίες που φέρνουν τα πάνω κάτω όταν βγουν στο φως, υπενθυμίζοντας την μόνιμη αποτυχία της κοινωνίας να βάλει τα πράγματα σε τάξη. Ούτε και το μέρος θα μάθεις, γιατί μιλάμε για μια ιστορία που μπορεί να βλάψει μια ολόκληρη κοινότητα. Τέτοια συμβάντα μόλις μαθευτούν γιγαντώνονται, γραπώνονται στο συλλογικό συνειδητό και από εκεί τρυπώνουν στο ασυνείδητο για να ρουφήξουν όλο το ζουμί του κεντρικού νευρικού συστήματος σαν τσιμπούρια. Μια ύπουλη αφαίμαξη. Το σύστημα εντός ολίγου καταρρέει. Μικρές ιστορίες που ξαφνικά μεγαλώνουν και γίνονται τεράστια τσιμπούρια. Δαυίδ, σε σώμα Γολιάθ. Για φαντάσου το, ό,τι χειρότερο.

Τέλος πάντων. Αν θυμάμαι καλά, ήταν καλοκαίρι, είχε νοτιά, το δέρμα μου κολλούσε από την υγρασία και τα σχολεία είχαν κλείσει. Όχι, όχι, τώρα που το ξανασκέφτομαι δεν ήταν καλοκαίρι, γιατί με το που καλοκαίριαζε οι μάγκες είχαν άλλα να κάνουν, κυρίως ψευτομεροκάματα στις ταβέρνες του λιμανιού. Όχι, το καλοκαίρι δεν με έκλειναν τόσο στο σπίτι. Ήταν άνοιξη και πλησίαζε το Πάσχα, γι’ αυτό τα σχολεία ήταν κλειστά κι εγώ μαντρωμένος στο σπίτι. Θυμάμαι ότι φορούσα κοντομάνικο και ίδρωνα, οπότε όποια και να ήταν η εποχή, είχε σίγουρα ζέστη και υγρασία. Ίσως δεν πρέπει να κολλάω σε αυτές τις λεπτομέρειες, τι σε νοιάζουν αυτά, η εποχή δεν προσθέτει τίποτα στην ιστορία, ούτε το κοντομάνικο και ο ιδρώτας. Όπως και να ’χει οι μνήμες μου από εκείνο τον καιρό είναι θολές, σαν καθρέφτης που έχει απλωθεί πάνω του η υγρασία εκείνου του απογεύματος. Ήταν η εποχή που οι μέρες έμπαιναν η μία μέσα στην άλλη και μετατρέπονταν σε μια μεγάλη, σε μια ατελείωτη μέρα, σε ένα έπος βαρεμάρας που τεντωνόταν στο διηνεκές. Μια μέρα Δαυίδ, σε σώμα Γολιάθ. Ό,τι χειρότερο. 

Θυμάμαι ότι ήμουν ακόμη κοντός. Στα δεκάξι και κοντός, ό,τι χειρότερο για ένα αγόρι. Μην κοιτάς πως είμαι τώρα. Άργησα να ψηλώσω. Φαίνεται πως το είχα όμως μέσα μου το μπόι εκείνη την άνοιξη. Σα να είχα καταπιεί ένα μπαλόνι που φούσκωνε και φούσκωνε και πίεζε το στομάχι, τα κόκκαλα και το δέρμα μου. Ήμουν έτοιμος να εκραγώ. Άσχημο πράγμα να έχεις φυτεμένο κάτι μέσα σου και να μην βγαίνει. Είσαι σαν χρυσόψαρο στη γυάλα. Το ήξερες ότι αυτά φτάνουν τους σαράντα πόντους αν μεγαλώσουν κανονικά; Αν τα βάλεις όμως σε γυάλα δεν μπορούν να αναπτυχθούν. Προσαρμόζονται στο περιβάλλον φαινομενικά, απ’ έξω μόνο,  όσο το σώμα τους από μέσα παλεύει να αναπτυχθεί. Τα όργανά τους αρχίζουν να φουσκώνουν, τα συκώτια, τα έντερα, μεγαλώνουν κανονικά μέχρι που σκάνε. Γι΄ αυτό στη γυάλα δεν ζουν πολύ, ενώ σε μια λίμνη ας πούμε μπορούν να φτάσουν μέχρι και σαράντα χρονών. Δεν το ήξερες. Βλέπεις; Τώρα που το ξέρεις, όλοι όσοι έχουν ψάρια σε γυάλα σου φαίνονται χειρότεροι. Γι’ αυτό σου λέω, αυτή την ιστορία δεν θέλω να την μάθουν οι δικοί μου, γιατί ενώ είμαι ο ίδιος, θα τους φαίνομαι χειρότερος. 

Τέλος πάντων, τότε οι περισσότεροι γέροι του χωριού δεν ήταν ούτε του δημοτικού, οπότε ό,τι άκουγαν το πίστευαν και μετά το έλεγαν στους μικρότερους που το πίστευαν κι αυτοί και με τη φαντασία τους το έκαναν ακόμη χειρότερο. Εγώ ήμουν κάπως επιφυλακτικός στις αφηγήσεις τους και στην τερατώδη φαντασία τους, αφού ήμουν ο γιος του πιο καλοβαλμένου γαιοκτήμονα της περιοχής κι άνοιγα και κανένα βιβλίο που και που. Μπορούσα να ξεχωρίσω την αλήθεια από το ψέμα. Ο πατέρας μου με είχε μάθει να διπλοτσεκάρω όσα μου φούρνιζε ο καθένας. Έκοβε το μάτι του και με είχε μάθει να κόβει και το δικό μου, αφού πέρα από γαιοκτήμονας ήταν κι έμπορος. 

Η παραγωγή μας εκείνον τον καιρό κατέληγε στις τρεις ταβέρνες που υπήρχαν στο λιμάνι κι έτσι μόνο ο Αύγουστος ήταν  αρκετός για να γίνεται κάθε χρόνο ο μήνας που έτρεφε τους έντεκα. Την έχεις ακούσει αυτή την έκφραση; Ο μήνας που τρέφει του έντεκα, λένε, ο μήνας που σε καθησυχάζει και σε κάνει να ονειρεύεσαι. Βάλε και τον υπόλοιπο καιρό που ταΐζαμε του ντόπιους που δεν είχαν κτήματα, το χρήμα έρεε, κάναμε σχέδια, ήμαστε μια χαρά. Τον πατέρα μου τον καλοχαιρετούσαν όταν βολτάριζε στην πλατεία, ήταν και καλότροπος, τους τάιζε και σε καλές τιμές, τι άλλο θέλανε; Γι’ αυτό δεν θέλω να μάθει με τίποτα αυτή την ιστορία. Ούτε η μάνα μου, βέβαια, αλλά κυρίως ο πατέρας μου που είχε πάντοτε το σεβασμό των συγχωριανών του και τώρα είναι στα τελευταία του. Κάτι τέτοιο θα τον σκότωνε. 

Η μάνα μου έμενε στο σπίτι μαζί με την αδερφή μου, όπως συνέβαινε εκείνη την εποχή με τις γυναίκες στο νησί,. Έκαναν καλή παρέα κι ακόμη κάνουν. Γι’ αυτό οι έξυπνοι λένε της καλομάνας το παιδί το πρώτο να είναι κόρη. Μετά κάνε ό,τι άλλο θες. Κι εγώ πρώτα κόρη έκανα. Ούτε η κόρη μου πρέπει να μάθει τι συνέβη τότε. Τέλος πάντων, τι σου λέω τώρα; Ανούσιες λεπτομέρειες. 

Το σημαντικό είναι να μην μάθουν. Μην κοιτάς που ο πατέρας μου είναι πλέον ανήμπορος, τότε ήταν κέρβερος στο σπίτι. Ό,τι έλεγε γινόταν νόμος. Οπότε εγώ έπρεπε να μένω στο σπίτι για να διαβάζω σύμφωνα με τις επιταγές του. Αφού δεν μπορούσα να τον πολεμήσω, κλεινόμουν στο δωμάτιο κι έκανα ότι διάβαζα. Ο πατέρας είχε την εμμονή να μην γίνω αγρότης. Μου κουβαλούσε ένα σωρό βιβλία όποτε επέστρεφε από κάποιο ταξίδι ή όποτε του τα έφερνε κάποιος φίλος του. Ήθελε να σπουδάσω με το στανιό, παρόλο που δυσκολευόμουν με τα μαθήματα. Για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να δεχτεί ότι θα τρώγομαι στο μέλλον με τη γη. Γι’ αυτό έδωσα και μία και δύο και τρεις φορές εξετάσεις, μέχρι να πετύχω στο Πολυτεχνείο και να με στείλει στην Αθήνα για σπουδές, για να γίνω αυτό που έγινα σήμερα. Αν δεν επέμενε, εγώ αγρότης θα κατέληγα και τις ίδιες ταβέρνες στο λιμάνι θα προμήθευα και όλα καλά θα ήταν με τις δόξες που γνωρίζει σήμερα το νησί. Από την δικιά του επιμονή έγινα ό,τι έγινα και ίσως από τη δικιά του επιμονή να με κλείνει στο σπίτι συνέβη και ό,τι συνέβη εκείνη την άνοιξη. Είναι αυτό που σου είπα πριν, άσχημο πράγμα να έχεις φυτεμένο κάτι μέσα σου και να μην βγαίνει κι εγώ είχα φυτεμένο το απωθημένο του πατέρα μου για τα γράμματα. Ένας ξένος σπόρος που μεγάλωνε μέσα μου και με τα πολλά, σπρώξε από εδώ, πότισε από εκεί, φύτρωσε. 

Ξέρεις τότε δεν υπήρχε ούτε υπολογιστής, ούτε τίποτα, και οι πιο πολλοί στο χωριό ούτε τηλεόραση δεν είχαν. Φτωχοί ψαράδες ήταν που τα έφερναν βόλτα ίσα ίσα. Τα παιδιά αυτωνών λοιπόν, οι μάγκες δεν με πολυγουστάριζαν γιατί ήμουν ο φλώρος που έμενε στο σπίτι, ενώ εκείνοι σκαρφάλωναν στις βάρκες κι έβγαιναν αξημέρωτα στ’ ανοιχτά. Τα χέρια τους ήταν ήδη σκληρά, έγδερναν σαν πέτρες και τα μετρούσα με το μάτι για να βεβαιωθώ ότι τα δάχτυλά τους ήταν διπλάσια σε πάχος από τα δικά μου. Άσε τα γένια τους που τα ξύριζαν ήδη για να πυκνώσουν. Εμένα τα χέρια μου ήταν μαλακά, τα δάχτυλά μου λευκά και μακριά, σαν χέρια δεσποσύνης, έλεγαν και γελούσαν. Ούτε και γένια είχα για να ξυρίσω εκείνη την άνοιξη. Στα δεκάξι κανένας μάγκας δεν ήθελε να κάνει παρέα με τη δεσποσύνη που καθόταν κλεισμένη στην κάμαρά της, στον πύργο της και διάβαζε. Γιατί μπορεί να μην το έχεις δει εσύ, αφού δεν ξέρεις για ποιο μέρος μιλάμε, αλλά το σπίτι εξακολουθεί να είναι από τα μεγαλύτερα του χωριού, πύργος σωστός, παρ’ όλο βέβαια που τώρα έγινε ξενώνας και αμολάνε εκεί μέσα όλη τη βρώμα τους οι ξένοι. Ας είναι, πήραμε καλά λεφτά για να το δώσουμε, βέβαια αν το δίναμε τώρα θα παίρναμε περισσότερα. Όμως, ούτε κι αυτό έχει σημασία, αφού δεν προσθέτει τίποτα στην ιστορία.

Τι έλεγα, λοιπόν; Α, ναι, οι περισσότεροι ήτανε αμόρφωτοι και μείνανε αμόρφωτοι μέχρι το τέλος της ζωής τους κι εμένα που ασχολούμουν με τα βιβλία με έβλεπαν οι κανακάρηδές τους σαν σπάνια πεταλούδα, ένα προστατευόμενο είδος το οποίο είχε βέβαια και δυο τρία άλλα παρόμοια προστατευόμενα κουμάσια να κάνει παρέα, αλλά μέχρι εκεί. Οι υπόλοιποι, οι ξεπεταγμένοι με απέφευγαν. Εγώ όμως, από μέσα φούσκωνα κι ας μην το ήξεραν αυτοί ακόμη. Σωστό χρυσόψαρο.

Έλεγαν λοιπόν, οι μάγκες για την κόρη μιας χήρας που ζούσε στο διπλανό χωριό, το αντίπαλο χωριό θα μπορούσα να το πω, αφού είχαμε συχνά καβγάδες μαζί τους για τα όρια των κτημάτων στην κοιλάδα, την μόνη εύφορη κοιλάδα του νησιού. Εκεί δεν πατάγαμε ποτέ, γιατί όλοι ήταν τσακωμένοι με όλους τους δικούς μας, οπότε τα νέα ταξίδευαν σαν σούσουρο με τον αέρα. Κάπου ξεκινούσαν και κάπου έφταναν. Έτσι, διέδιδαν οι μάγκες ψιθυριστά, χωρίς να μπορώ εγώ να το διασταυρώσω, ότι η κόρη της χήρας είναι καθυστερημένη και ότι η χήρα δεν την ήθελε πια μέσα στο σπίτι της. Ο λόγος ήταν ότι της έφερνε γρουσουζιά από τη μέρα που γεννήθηκε και γι’ αυτό πέθανε ο πατέρας και ο μικρός αδερφός της κι έμεινε η καθυστερημένη, στα δεκατέσσερά της, πεσκέσι στη χήρα να την ταΐζει, που και η χήρα, όπως μπορείς να φανταστείς, τα έφερνε κι αυτή δύσκολα βόλτα. Με το που έχασε τον άντρα της το πήρε απόφαση όπως έλεγαν οι μάγκες και της άνοιξε μια ωραία πρωία την πόρτα, οπότε η καθυστερημένη πήρε τους δρόμους και τα βουνά και τις παραλίες και ζούσε σαν ζώο τρώγοντας όπου έβρισκε, χωρίς να την ενδιαφέρει να γυρίσει στο σπίτι, ούτε την ίδια που φυσικά δεν καταλάβαινε, ούτε την χήρα. Πολλοί έλεγαν ότι με τον καιρό περπάταγε στα τέσσερα, ότι είχε γίνει κανονικό ζώο, όπως ζούσε μόνη της και ότι μούγκριζε και το πρόσωπό της ήταν τόσο μαύρο από τη βρώμα που πίσω από τα τζιβιασμένα μαλλιά της, στο σκοτάδι, μπορούσες να ξεχωρίσεις μόνο το ασπράδι των ματιών της. Έλεγαν ότι αν την πετύχαινες νύχτα μπορεί να την περνούσες και για στοιχειό. Οπότε της κόλλησαν το παρατσούκλι το στοιχειό και με τον καιρό έγινε κάτι σαν ανέκδοτο η ιστορία της και όταν ήθελαν να πειράξουν κάποιον τον σκουντούσαν ξαφνικά από πίσω, έκαναν ένα μουγκρητό και πετιόντουσαν μπροστά του φωνάζοντας το στοιχειό, το στοιχειό. Εγώ δεν την είχα δει ποτέ μέχρι τότε, οπότε άκουγα το στοιχειό αυτό, το στοιχειό εκείνο και καταλάβαινα ότι μπορεί να ήταν μια ιστορία στο μυαλό των αμόρφωτων παιδιών που συνήθιζαν να φουσκώνουν τα πράγματα, όπως φουσκώνει κανείς τις ιστορίες του που δεν έχουν ιδιαίτερο νόημα, προκειμένου να τραβήξει το ενδιαφέρον.

Ένα απόγευμα λοιπόν, πριν να δύσει κι ενώ φυσάει διαολεμένος νοτιάς, καβαλάω το ποδήλατο και κατεβαίνω φουρκισμένος από την κλεισούρα και το διάβασμα στα κτήματα. Φαντάσου τότε τα κτήματα ξεκινούσαν από την πίσω πλαγιά του χωριού κι έφταναν στο άλλο χωριό. Ήταν κλιμακωτά φτιαγμένα στην πλαγιά, οργωμένα με ιδρώτα κι αίμα, χωρισμένα με κάτι ξερολιθιές, μην κοιτάς που τώρα στη θέση τους έχουν χτιστεί βίλες με θέα στο Αιγαίο, με αυτόματα ποτίσματα και μπανγκαλόους με πισίνες και λούσα. Τότε δεν υπήρχε τίποτα. Ερημιά. Είναι απόγευμα λοιπόν μέσα στην ερημιά, έχει φοβερή νοτίλα, το δέρμα μου κολλάει κι αυτό με τρελαίνει περισσότερο κι από την κλεισούρα. Προσπερνάω με φόρα τις πρώτες καλλιέργειες και κατεβαίνω στην κοιλάδα με τα σπαρτά και τα χόρτα που έχουν πάρει και φουντώνουν και όπως πέφτει ο ήλιος απλώνεται μπροστά μου ένα πράσινο νοτισμένο χαλί που κουβαλάει όλα τα χρώματα του πράσινου, δεκάδες, εκατοντάδες πράσινα, εσύ πόσα πράσινα έχεις δει, εγώ λοιπόν εκείνη την ημέρα βλέπω εκατό πράσινα να αλλάζουν και να λαμπυρίζουν στον κόκκινο ήλιο που εξαφανίζεται πίσω από το βουνό. Παίρνω ανάσες και φουσκώνω και ξεφουσκώνω μπας και καθαρίσω το μυαλό μου με το οξυγόνο και πατάω με δύναμη το πετάλι και ιδρώνω και ξεϊδρώνω χοροπηδώντας στον χωματόδρομο με τις κοτρόνες και την υγρασία να εξακολουθεί να κολλάει πάνω μου και στα μπούτια μου που τρίβονται στη σέλα όπως ανεβοκατεβαίνει απότομα κι όμως, συνεχίζω και συνεχίζω αναπτύσσοντας ταχύτητα, κάνοντας πετάλι με όλη μου τη δύναμη, πιο ελεύθερος και πιο δυνατός από ποτέ, μέχρι που τρώω μια τούμπα ξεγυρισμένη. Σέρνομαι στο χώμα με τα δεξί μου γόνατο που τρίβεται στη μύτη μιας πέτρας και σκίζω το παντελόνι μου, το γόνατο και τον αγκώνα μου, με αυτή τη σειρά, στο ίδιο δευτερόλεπτο. Μπορεί να λιποθύμησα κάπως, να χτύπησα και στο κεφάλι, δεν θυμάμαι, σου λέω εκείνη η μέρα είναι πια θολή, αλλά όταν παίρνω και συνέρχομαι βλέπω από πάνω μου το τσούρμο με τους μάγκες που έχουν εμφανιστεί από το πουθενά, σα να προσγειώθηκαν εξωγήινοι στο χωράφι δίπλα μου. Οι μάγκες βέβαια έχουν σκάσει στα γέλια και λένε ότι κουτρουβαλιάστηκε η γυναικούλα και κάνουν πως πέφτουν όπως έπεσα εγώ. Άλλος σωριάζεται θεαματικά και άλλος σαν κυρία των τιμών που προσγειώνεται λιπόθυμη στο χώμα από τη σούζα που κάνει το εξαγριωμένο άλογό της.

Σηκώνομαι ντροπιασμένος και σκουπίζομαι όπως όπως. Το αίμα μου πασαλείβεται στις παλάμες μου και μετά στα μάγουλά μου και στο μέτωπό μου, αλλά δεν το παίρνω είδηση. Τότε την βλέπω, στο βάθος, πίσω από τα χόρτα και το βλέμμα μου κολλάει πάνω της και δεν ξεκολλάει με τίποτα. Είναι ζήτημα χρόνου να ψάξουν οι άλλοι που κοιτάζω κι έτσι γίνεται, οπότε σύντομα την εντοπίζουν και αυτοί, αφού κι εκείνη δεν κάνει καμία προσπάθεια να κρυφτεί. Χωρίς να χρειαστεί να μιλήσουν μεταξύ τους και σα να είναι συνεννοημένοι ή επειδή το έχουν ξανακάνει, τρέχουν τρεις και την κυκλώνουν. Το στοιχειό, το στοιχειό φωνάζουν, γελάνε και τσακώνονται ποιος θα λερώσει τα χέρια του για να την πιάσει, χορεύοντας σε κύκλο γύρω της. Ο πιο νταβραντισμένος κάποια στιγμή βαριέται, διακόπτει τα γέλια, κάνει μια απότομη κίνηση κι όπως είναι σκυμμένη πηδάει από πίσω της και την αρπάζει από τους ώμους. Το στοιχειό δεν αντιστέκεται, μόνο γυρίσει και τον κοιτάζει. Πω πω αηδία, αδίστακτος, ο πιο γενναίος μας δεν δίστασε να βουτήξει στα σκατά, επιβραβεύουν τον θαρραλέο. Τότε αρχίζουν να φωνάζουν οι υπόλοιποι όλοι μαζί, πόσοι θα ήταν πέντε, έξι το πολύ, αλλά ακούγονται στο κεφάλι μου σαν όχλος σε γεμάτη κερκίδα: στη δεσποσύνη, φέρ’ την εδώ χάμω, στην τραυματισμένη δεσποσύνη, να δούμε τι μπορεί να κάνει. Στη δεσποσύνη.

Κατεβάζω το κεφάλι γιατί ψυλλιάζομαι τι με περιμένει. Ή πρέπει να κάνω αυτό που είναι να κάνω ή θα συνεχίσω να ζω με την αιώνια χλεύη. Μέχρι να το σκεφτώ το στοιχειό βρίσκεται μπροστά μου, πεσμένο στα τέσσερα σαν ζώο και όπως ακριβώς το περιέγραφαν οι αμόρφωτοι, βρώμικο, λίγο πιο μικρόσωμο απ’ όσο το φανταζόμουν, μάλλον πιο αδύνατο, για την ακρίβεια είναι ένα σωρό κόκκαλα κάτω από ένα σακί που φοράει για φόρεμα. Ο νταβραντισμένος πιάνει το κόκκαλα, τα σηκώνει κάπως και κολλάει το αποστεωμένο πρόσωπο αρχικά στο σκισμένο μου γόνατο. Λέει, χωρίς να καταλαβαίνω που το πάει: για να δούμε αν το στοιχειό θα γλύψει το αίμα όπως κάνουν οι σκύλοι; Το στοιχειό δεν γλύφει το αίμα, παρ’ όλο που το κολλάει στο γόνατό μου με δύναμη και βγάζει ο ίδιος τη γλώσσα του σα σκύλος, σα να θέλει να την εκπαιδεύσει τι θα κάνει. Αφού το στοιχειό δεν υπακούει το πιάνει από τα μαλλιά και κολλάει το πρόσωπό του στον καβάλο μου, οπότε όλοι σκάνε στα γέλια και με κοιτάνε όπως είμαι πασαλειμμένος με τα αίματα και σίγουρα αναψοκοκκινισμένος κάτω από το αίμα, κόκκινος μέσα στο κόκκινο, περιμένοντας να δουν αν θα αντιδράσω. Δεν κάνω τίποτα και τότε αυτοί αρχίζουν αν φωνάζουν όλοι μαζί ρυθμικά δεσποσύνη, δεσποσύνη, δεσποσύνη.

Με το στοιχειό κολλημένο με το ζόρι πάνω μου, τραβάω τη ζώνη μου και την πετάω με δύναμη στο χώμα, μέσα σε ιαχές, ξεκουμπώνω το παντελόνι μου, οπότε το δεσποσύνη κόβεται μαχαίρι, σπρώχνω με δύναμη το στοιχειό που πέφτει ανάσκελα στις πέτρες και ξαπλώνω πάνω της. Δεν θυμάμαι πολλά, πόση ώρα έμεινα εκεί, θυμάμαι όμως ότι στο πήγαινε έλα, ξέρεις στο μπες βγες δεν αντιδρούσε, οπότε κατάλαβα ότι το είχε ξανακάνει ίσως και με τους μάγκες και συνέχισα όλο και πιο δυνατά με τους αγκώνες μου να τρυπιούνται από τις πέτρες ή τα κόκκαλά της, δεν καταλάβαινα πολλά πια και τα γόνατά μου να τρίβονται μία στις γάμπες της, μία στο σακί που φορούσε και μία στα χώματα. Οι άλλοι έκαναν ρυθμικά μουγκρητά, αφού το στοιχειό δεν έκανε τίποτα, δεν έβγαλε  άχνα μέχρι που τελείωσα, οπότε τραβήχτηκα και με σήκωσαν στον αέρα στα χέρια τους, μέσα στα αίματα, βγάζοντας πολεμικές κραυγές θριάμβου. 

Μέχρι να καταλάβω το κύμα ενθουσιασμού που τους είχε κυριεύσει, κάποιος έσερνε το ποδήλατο και οι άλλοι με κουβαλούσαν στην ανηφόρα, μέχρι που φτάσαμε στην πίσω πλευρά του χωριού. Από δεσποσύνη είχα γίνει δέσποτας και το χωριό μου φάνηκε μικρότερο. Αυτό ήταν όλο. Το στοιχειό κουλουριάστηκε πίσω μας, σύρθηκε στα τέσσερα και χάθηκε στα χορτάρια, οπότε δεν το ξανάδα, ούτε εγώ, ούτε και οι άλλοι. Ή τέλος πάντων δεν ξέρω για τους άλλους αν το συναντούσαν για κάποιο διάστημα και δεν έλεγαν τίποτα κάνοντας την δουλειά τους σιωπηρά.

Από τη μια μέρα στην άλλη έγινα ήρωας και μπορούσα να απολαμβάνω κάπως αυτή την πρόσκαιρη δόξα μου, με την ιστορία μου να ταξιδεύει από στόμα σε στόμα, ένας μόνιμος ψίθυρος ανάμεσα στους μικρούς, που δεν έφτασε ποτέ στ’ αυτιά των μεγάλων ή αν έφτασε κανείς δεν τον πίστεψε. Όπως κανείς δεν πίστεψε ότι το στοιχειό βρέθηκε καμένο ένα πρωί, στην ίδια κοιλάδα όπου είχε συμβεί ό,τι συνέβη. Οι μάγκες έλεγαν ότι μετά από κάποιες μέρες το στοιχείο επέστρεψε στο σπίτι του ζητώντας φαγητό από την χήρα που εκνευρίστηκε και πασάλειψε το σακί που φορούσε με πετρέλαιο και του έβαλε φωτιά. Σύμφωνα με τις διηγήσεις που δεν τις πίστευε πια κανείς, ούτε και οι αμόρφωτοι γέροι, το στοιχείο άρχισε να τρέχει σαν γατί που τσουρουφλιζόταν μέσα στα χόρτα της κοιλάδας, ένα αστέρι που έσβηνε πάνω στο χώμα διατρέχοντας μια εντυπωσιακή τροχιά πεντακοσίων τουλάχιστον μέτρων. Η τροχιά κατέληξε σε έναν σωρό από στάχτη και κόκκαλα, την οποία ουδέποτε είδε κανείς, γιατί σύμφωνα πάλι με τις διηγήσεις, η χήρα πήγε κλαίγοντας και συγύρισε το ξένο χωράφι όπου έληξε αυτή η ιστορία, μαζεύοντας τη στάχτη, τα κόκκαλα και τα υπολείμματα που στη συνέχεια σκόρπισε σε ένα μικρό κόλπο, εκεί όπου δεν πλησίαζε κανείς γιατί έκτοτε θεωρήθηκε στοιχειωμένος. Η χήρα δήλωσε την εξαφάνιση ως όφειλε, αλλά κανείς δεν ασχολήθηκε, ούτε η αστυνομία, ούτε οι χωριανοί. Μια βολική εξαφάνιση. 

Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή των μικρών του χωριού, το στοιχειό το κύκλωσαν και το έκαψαν οι μάγκες ένα βράδυ, ενώ το πιο ανατριχιαστικό σενάριο που έφτασε στ’ αυτιά μου – και το οποίο δεν πρέπει ποτέ να φτάσει στ’ αυτιά του πατέρα μου, της μάνας μου, της αδερφής μου, της γυναίκας και της κόρης μου – ήταν ότι το στοιχειό το έκαψα εγώ. Οι ψίθυροι όμως και οι διαφορετικές παραλλαγές της ιστορίας είχαν ξεφύγει από κάθε έλεγχο, τόσο που κανείς πια δεν πίστευε λέξη, ιδίως οι μεγαλύτεροι. Και με τον καιρό βεβαίως ήταν σα να μην υπήρξε ποτέ το στοιχειό, έγινε μια διήγηση, ένα άγριο παραμύθι για παιδιά. 

Και τώρα που μιλάμε πάντως, δεν θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά ότι όντως τα πράγματα έγιναν έτσι όπως στα λέω. Ξέρεις το μυαλό σε τέτοιες καταστάσεις προσθέτει και αφαιρεί στοιχεία, παλεύει να εξηγήσει, να δει τι έγινε, τι δεν έγινε, τι είδε ο ένας και ο άλλος, ακούει, συγκρίνει, η πραγματικότητα διαλύεται σε κομμάτια και με τον καιρό είναι σαν σπασμένος καθρέφτης που ψάχνει κανείς να τον κολλήσει για να δει το πρόσωπό του, αλλά που τα κομμάτια μοιάζουν τόσο πολύ το ένα με το άλλο οπότε είναι αδύνατον να βγει άκρη. Και μετά κουράζεται και τα παρατάει ή από τα νεύρα του σπάει ακόμη περισσότερο τον καθρέφτη και το τζάμι γίνεται θρύμματα και τα θρύμματα δεν κολλάνε πια με τίποτα, αφού η σκόνη δεν κολλάει και τελικά, κάπως το όλο πράγμα ησυχάζει.

Κι εμένα μου πήρε καιρό να ησυχάσω, αλλά ησύχασα. Άφησα το νησί και κατέβηκα στην Αθήνα στα είκοσι σχεδόν. Σπούδασα μηχανικός κι έπιασα δουλειά σ’ ένα γραφείο φοιτητής ακόμη. Δεν μπορώ να πω ότι δεν διασκέδασα. Φεύγοντας από τον πατέρα, ο δρόμος ανοίχτηκε μπροστά μου. Βγήκα, μέθυσα με την καρδιά μου, χόρτασα να έχω κοπέλες, ξέχασα. Και κάπως προχώρησα και με τις σπουδές, αργά, αλλά σταθερά. Κάποια στιγμή πίστεψα και στον εαυτό μου και τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν καλύτερα. Πήγα στρατό, ήμουν σκληρός, μια χαρά όλα, μάγκας και ξηγημένος, κανείς δεν έχει να πει ότι δεν τον βοήθησα όταν χρειάστηκε και κανείς ότι τον αδίκησα. Παντρεύτηκα, άνοιξα δικό μου γραφείο, έχτισα δικό μου σπίτι, έφερα και τους γονείς μου στην Αθήνα, αφότου πουλήσαμε βέβαια το σπίτι στο νησί. Ήμουν εντάξει, κύριος με τα όλα μου. Μεγαλώνοντας οι δικοί μου βάρυναν, έπεσαν το κουράγια τους κι εγώ δεν μπορούσα να πηγαινόρχομαι στο νησί, ούτε κι αυτοί να συντηρούν το μεγαθήριο. Η αδερφή μου παντρεύτηκε κι αυτή στην Αθήνα, οπότε και οι δυο τους προτιμούσαμε εδώ. Η γη μας πουλήθηκε σχεδόν όλη με το που το πήραμε απόφαση. Πέντε στρέμματα που μου έχουν μείνει τ’ αφήνω για την κόρη μου. Ούτε η γυναίκα μου, ούτε η κόρη μου πολυγουστάρουν το νησί. Είναι λέει μακριά από τον Πειραιά κι ανακατεύονται με τη θάλασσα. Τον Αύγουστο που έχω άδεια τα μελτέμια κάνουν δύσκολο το ταξίδι. Κι εγώ δεν με νοιάζει να πηγαίνω αφού δεν έχω κρατήσει ιδιαίτερες παρτίδες με κανέναν και όλα πια έχουν αλλάξει. Έχουν πλακώσει οι ξένοι και αγοράζουν σωρηδόν. Τίποτα δεν μένει ίδιο, μέχρι και τα βουνά χτίζονται, η πλαγιά χτίζεται, ακόμη και η κοιλάδα είναι πια ξερή. Το πράσινο έσβησε. Ίσως είναι καλύτερα έτσι, μακριά από το νησί, αφού η ζωή μας στήθηκε στην Αθήνα. 

Η γυναίκα μου και η κόρη μου προτιμάνε τις διακοπές το χειμώνα, τα Χριστούγεννα που η μικρή δεν έχει σχολείο. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή διαλέγουμε ένα μέρος χιονισμένο, κλείνουμε ένα δωμάτιο για δέκα μέρες και πηγαίνουμε. Το μέρος είναι διαφορετικό κάθε φορά. Γιατί λέω διαφορετικό και το τονίζω, για να σου πω ότι δεν ήξερα καλά τον δρόμο. 

Φέτος, για πρώτη φορά στη ζωή μου έκανα αυτή την διαδρομή μέσα στην ομίχλη. Στα ηχεία ακουγόταν η εκνευριστική μουσική που είχε επιλέξει η κόρη μου. Κανείς δεν αντέχει την γκρίνια της αν σε όλη τη διαδρομή δεν ακούμε την μουσική που προτιμάει. Είναι μοναχοπαίδι και ίσως κάπως κακομαθημένη. Τέλος πάντων, ανούσιες λεπτομέρειες πάλι θα μου πεις και θα έχεις δίκιο.

Ακούγαμε κάτι καταθλιπτικά, κάτι ασυνάρτητα με κραυγές στα ηχεία, ο δρόμος μπροστά μας φίδι, άναψα τους προβολείς για την ομίχλη, είχε πάρει και να νυχτώνει και ξαφνικά ακούω ένα μπαμ, έναν ήχο αδερφέ μου, σαν πιστολιά καμαρωτή, τι πιστολιά, σαν έκρηξη να πω καλύτερα, σαν αν χτύπησε το αμάξι σε τοίχο. Και δεν είναι κανένα μικρό αμαξάκι, ολόκληρο τζιπ τραντάχτηκε σα να έπεσε πάνω του βράχος.

Με πιάνει ταχυκαρδία και χωρίς να το καταλάβω πετιέμαι στον δρόμο να καταλάβω τι έχω χτυπήσει. Τι να δω; Ένα ζαρκάδι, ένα μικρό θηλυκό ζαρκάδι. Πέφτω στα τέσσερα, εκεί στη μέση του δρόμου, να δω αν ζει. Κοιτάζω τα μάτια του. Μια κρούστα, με λευκή μεμβράνη απλώνεται πάνω τους απ’ άκρη σ’ άκρη, μάτια τυφλού. Το αίμα τρέχει από τα αυτιά του και σε δευτερόλεπτα αρχίζει να τρέχει κι από το στόμα του. Τα μπροστινά του πόδια κάνουν σπασμούς, τα πίσω είναι ακίνητα. Πλησιάζω ακόμη περισσότερο και ακούω την ανάσα του και τότε από το πουθενά, από το τίποτα, από το ελάχιστο, από αυτή την ανάσα που σβήνει, ξαναγεννιέται μέσα μου ολοκάθαρα η ανάσα του στοιχειού, έτσι όπως σκορπίζεται η ζωή του ζαρκαδιού στον δρόμο, έτσι τρυπώνει στ’ αυτιά μου η ανάσα του και είναι ίδια με την ανάσα του στοιχειού, εκείνη την ημέρα, στην πράσινη κοιλάδα.

Πριν να προφτάσω να συνέλθω πετιούνται από το αμάξι η κόρη και η γυναίκα μου. Η μικρή σκύβει πάνω από το νεαρό ζαρκάδι και μου λέει ψύχραιμα, είναι νεκρό. Το κοιτάζω καλύτερα και μου φαίνεται ακόμη ζωντανό, η ανάσα του δεν έχει σταματήσει. Σκύβει και η γυναίκα μου και λέει κι αυτή ψύχραιμα, είναι νεκρό, ευτυχώς δεν έκανε ζημιά στο αμάξι. Από πού πετάχτηκε; Κοιτάζει γύρω, δεν υπάρχει ψυχή, δάσος. Λέω, τι θα κάνουμε; Να το σύρουμε στην άκρη; Η κόρη μου επαναλαμβάνει ψύχραιμα, είναι νεκρό. Λέω, δεν είναι. Η γυναίκα μου συμφωνεί με την κόρη μου και μου επισημαίνει ψύχραιμα, κοίταξε καλύτερα, είναι νεκρό. Κοιτάζω καλύτερα και λέω, μα ακόμη ανασαίνει. Μου λένε τότε και οι δύο σκύβοντας πιο κοντά στο κεφάλι του ζαρκαδιού, δεν ανασαίνει καθόλου. Να δες, συμπληρώνει η κόρη μου σπρώχνοντάς το με το πόδι. Όντως, δεν κουνιέται. Σκέφτομαι ότι ίσως έχουν δίκιο και ότι με έχει επηρεάσει αυτό που θυμάμαι, το στοιχειό. Το μυαλό μου κάνει παιχνίδια και περνάει τους νεκρούς για ζωντανούς.

Να το πάρουμε μαζί μας, να το ψήσουμε να το φάμε, προτείνει ψύχραιμα η κόρη μου, που δεν μπερδεύει καθόλου τους νεκρούς με τους ζωντανούς. Ποτέ δεν περίμενα να ακούσω κάτι τέτοιο από το στόμα της. Αφού το σκοτώσαμε που το σκοτώσαμε, να μην πάει χαμένο, προσθέτει. Λένε ότι τα ζώα που δεν φοβήθηκαν πριν να πεθάνουν, δεν έχουν προφτάσει να εκκρίνουν τοξίνες και το κρέας τους είναι πιο νόστιμο, ειδικά αν είναι μικρά, τότε είναι ακόμη πιο νόστιμα. Η γυναίκα μου βρίσκει ενδιαφέρουσα την άχρηστη πληροφορία της ημέρας, αλλά αποφασίζω να τους αντισταθώ. Θα λερώσει το πορτ μπαγκάζ με αίματα, λέω, έχουμε και τις βαλίτσες. Θα βάλουμε τις βαλίτσες στο κάθισμα και θα στρώσουμε νάιλον πίσω, επιμένει τώρα η γυναίκα μου. Ναι, ναι, ναι, λέει η κόρη μου. Μα πώς θα το μαγειρέψουμε ολόκληρο ζώο, λέω; Θα το δώσουμε στην ταβέρνα του χωριού, βρίσκει αμέσως τη λύση η γυναίκα μου. Θα μας το φτιάξουν εκεί και θα κεράσουμε και τους ντόπιους. Το ζαρκάδι είναι πολύ νόστιμο. Ειδικά το θηλυκό νεαρό ζαρκάδι είναι πιο νόστιμο, λέει με βεβαιότητα η κόρη μου, αφού το κρέας του θα είναι μαλακό.

Δεν θέλω να σε ζαλίζω τώρα με άλλους διαλόγους και παράλογα επιχειρήματα. Αποφασίζω να ακούσω τη γυναίκα και την κόρη μου που στρώνουν με σακούλες το πορτ μπαγκάζ για να το φορτώσουμε. Συνεχίζουμε τη διαδρομή χωρίς να συναντάμε ψυχή στον δρόμο, η ομίχλη πυκνώνει κι εγώ είμαι σίγουρος ότι πήραμε λανθασμένη απόφαση, ότι κουβαλάμε το στοιχειό στο αμάξι. Είμαι βέβαιος ότι κάτι πολύ κακό θα συμβεί. 

Δεν συμβαίνει τίποτα.

Φτάνουμε στον ξενώνα, ξεφορτώνουμε τα πράγματα και κατεβάζουμε το ζαρκάδι που έχει αρχίσει να παγώνει. Το τυλίγω σε μια μεγάλη παλιά πετσέτα θαλάσσης που έχω στο αμάξι και σε σακούλες μαύρες που βρίσκω στο κουζινάκι του ξενώνα, το φορτώνω στην πλάτη και το πάω στην ταβέρνα στην πλατεία του χωριού. Όλα καλά. Δέχονται να το φτιάξουν την επομένη, δέχονται και το κέρασμα που προτείνω για τους θαμώνες. Με ρωτάνε πώς έγινε; Τους λέω ψύχραιμα, το βρήκα έτσι στο δρόμο και το κουβάλησα.

Κανείς δεν περίμενε την ανάκριση που θα ακολουθούσε. Το νόστιμο θηλυκό ζαρκάδι έφερνε σβούρες στα στομάχια μας, μαζί με μπόλικο κρασί ομολογουμένως, όταν μπήκε στην αίθουσα εξαγριωμένη η τρελή. Ήταν μια κακοβαλμένη ξερακιανή πενηντάρα, με άβαφτα μαλλιά κι αμπέχονο πέντε νούμερα μεγαλύτερό της, ταγμένη στην προστασία των ζώων και των αδυνάμων. Όλες αυτές είναι μια κοψιά. Ούρλιαζε πως το ζαρκάδι ήταν τυφλό, πως το περιέθαλπε εδώ και δυο μήνες, πως του είχε βγάλει και όνομα και πως πήδηξε κάπως μια μάντρα και της ξέφυγε κι αναθεμάτιζε τους κυνηγούς που πίστευε ότι το καθάρισαν και το μαγείρεψαν στην ταβέρνα, ενώ ήξεραν, αδιαφορώντας για τους κόπους της. Τους ρωτούσε όλους έναν έναν απαιτώντας εξηγήσεις σα να είχαν σκοτώσει το παιδί της, σε τέτοια κατάσταση ήταν. Κι όσο ανέβαζε τον τόνο της φωνής της, τόσο έπινα για να κρατάω τα νεύρα μου και τόσο βεβαιωνόμουν ότι το στοιχειό που είχε καβαλήσει το ζώο και το είχε τρελάνει και το είχε κάνει να πεταχτεί έτσι μέσα στο δρόμο, τώρα είχε μπει μέσα στην ίδια και την κυρίευε και την τρέλαινε και την έκανε να μουγκρίζει και να φέρεται σαν ζώο και να μας κουνάει το δάχτυλο και να φωνάζει, εδώ απόψε θα βρούμε τον ένοχο, κανείς δεν θα φύγει αν δεν βρούμε ποιος το έκανε, εδώ απόψε θα μιλήσει όποιος το έκανε, εδώ, απόψε, απόψε, εδώ, ο ένοχος θα μιλήσει. Και η ανάσα της ήταν όμοια με την ανάσα του στοιχειού και το πρόσωπό της ίδιο με πρόσωπο ζώου πια κι εγώ σκεφτόμουν ότι μόνο αν την ρίχναμε στη φωτιά, μόνο αν έπεφτε στο τζάκι θα σταματούσε. Κι έπινα κι έπινα για να κρατήσω τον θυμό μου από τις λέξεις που έσκαγαν σαν πιστολιές καμαρωτές στα τζάμια και μετά στ’ αυτιά μου. 

Μιλούσε κι εγώ έπινα. Έβριζε κι εγώ έπινα. Απειλούσε κι εγώ έπινα. Απαιτούσε την ομολογία μου κι εγώ έπινα. Κάποια στιγμή δεν άντεξα άλλο. Σηκώθηκα από την καρέκλα μου, την πλησίασα, κόλλησα το πρόσωπό μου στο δικό της, νομίζω ότι μύρισε το κρασί στην ανάσα μου αηδιάζοντας, αλλά έμεινε σιωπηλή, περιμένοντας να με ακούσει να το παραδέχομαι ή να την σκοτώσω. Φαινόταν διατεθειμένη να τα παίξει όλα για όλα. Εδώ, απόψε, θα μιλήσει ο ένοχος, θα ομολογήσει, ψέλλισε για μια τελευταία φορά.

Την προσπέρασα και βγήκα έξω στο κρύο. 

Χιόνιζε και η ησυχία έξω ήταν εκκωφαντική σα να είχε πεθάνει ο κόσμος ή εγώ.

Εγγραφείτε στο Newsletter

Η Τριλογία της Αθήνας

#1 Στο Πίσω Κάθισμα – “Πόσο πιθανό είναι να δολοφονήσεις κάποιον, αντί να τον φιλήσεις;” 

#2 Αλκυονίδες Μέρες – “Σε μια κοινωνία που αδυνατεί να προστατεύσει τον αδύναμο κανείς δεν είναι αθώος.”

#3 Πόλη στο φως – “Μέχρι που μπορείς να φτάσεις όταν δεν έχεις πια τίποτα να χάσεις;”

© Ευτυχία Γιαννάκη – Eftychia Giannaki 2023