Γι’ αυτόν δεν ήταν μια συνηθισμένη βόλτα, ήταν η μεγάλη επιστροφή στην πόλη μετά από δέκα χρόνια. Ξεκίνησε νωρίς. Τα κτίρια γύρω του σχημάτιζαν μια παράξενη σπηλιά και τα στενά του κέντρου έναν δαίδαλο στολισμένο με λαμπάκια και φανταχτερές γιρλάντες. Ο ουρανός ήταν βαρύς, χαμηλωμένος λες ελάχιστα μέτρα πάνω από τον μάλλινο σκούφο του. Όπου κι αν έστριβε, όποιον ελιγμό κι αν έκανε, το βλέμμα του κουτούλαγε σε πολυκατοικίες του πενήντα, σε κακότεχνα γκράφιτι που οι δημιουργοί τους κανονικά ήθελαν σκότωμα, σε ξεφλουδισμένες κολόνες και σε τρύπες που οδηγούσαν σε βρόμικες στοές. Μια πόλη μπετόν αρμέ, αμετακίνητη τα δέκα χρόνια που έλειπε, μια σπηλιά που πάλευε δυο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα να μοιάζει με φάντη που τη ζέσταιναν τα χνότα αφράτων προβάτων, μα δεν ξεγελούσε κανέναν.
Ήταν φανερό ότι το πνεύμα των γιορτών δεν κατάφερνε να τον κυριεύσει, παρόλο που είχε μόλις αγοράσει, από τον δρόμο, ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, αληθινό, όχι πλαστικό, όχι πολύ μεγάλο ούτε πολύ μικρό, όχι πυκνό, μα ούτε αραιό, μέσα σε γλάστρα, ώστε να βγει στο μπαλκόνι μετά τις γιορτές, χωρίς όμως να καταλάβει και όλη τη γωνία δίπλα στο φερ φορζέ, όπως ακριβώς δηλαδή το ζήτησε η μάνα του. Είχε κατέβει από το νησί μόνο για να την δει και όπως όλα έδειχναν για να στολίσει το σαλόνι της. Αν δεν ήταν η μάνα του κι αν δεν ήταν μοναχογιός κι αν δεν ήταν τόσο πονόψυχος κι αν κι αν κι αν δεν θα κατέβαινε ποτέ στην πόλη. Τουλάχιστον στο πατρικό του στο νησί μπορούσε ν’ ανοίγει το παράθυρο και το βλέμμα του να βγαίνει στ’ ανοιχτά, να χάνεται ελεύθερη βαρκούλα στην άκρη του κόσμου. Αναγνώριζε βεβαίως την ειρωνεία ότι για να γλιτώσει από τη μητρική στοργή είχε καταφύγει στο πατρικό του, αλλά τουλάχιστον στο νησί μπορούσε να απολαμβάνει τη μοναχικότητά του γράφοντας τα ποιήματά του με τις ώρες, χωρίς να τον ενοχλεί κανείς. Το πλεονέκτημα ότι μπορούσε να δουλεύει σεζόν και τον μισό χρόνο να μένει συγκεντρωμένος στα γραπτά του ήταν ο κύριος λόγος που τον οδήγησε στο νησί. Πλέον, όχι ο μοναδικός που τον κρατούσε μακριά από την Αθήνα. Αυτόν τον καιρό, κανονικά θα έγραφε. Σκεφτόταν διαρκώς το τελευταίο ποίημά του που το άφησε στη μέση για να κατέβει στην πόλη, με αποτέλεσμα εκείνη τη στιγμή η καρδιά του ποιητή να βρίσκεται φυλακισμένη πίσω απ’ το παρμπρίζ στην κίνηση της Σταδίου.
Νωρίτερα, ξάπλωσε το δέντρο με τη γλάστρα του στη σχάρα του αυτοκινήτου και το έδεσε σφιχτά με δυο χοντρά σχοινιά που είχε στο πορτμπαγκάζ. Έμενε μόνο να αγοράσει τις μπάλες, ίδιο χρώμα, ίδιο μέγεθος, από μια τρύπα σ’ έναν πεζόδρομο πίσω από την Παλιά Βουλή, σ’ έναν κάθετο της Ερμού. Κανονικά το κατάστημα πουλούσε κουμπιά, όμως τα Χριστούγεννα έφτιαχνε χειροποίητες μπάλες για να γλιτώσει τον κόσμο από τις κινέζικες πλαστικούρες. Φυσικά, το μυστικό κουμπάδικο μπαλάδικο το υπέδειξε κι αυτό η μάνα του.
Για μισή ώρα κυκλοφορούσε με το αυτοκίνητο στο κέντρο με τη γλάστρα πάνω απ’ το κεφάλι του, τσαλαπετεινός με λοφίο, τσαλαπατημένος από τις μητρικές επιταγές, αναζητώντας απεγνωσμένα πάρκινγκ. Το δέντρο ανέμιζε, ο ουρανός χαμήλωνε, θέση δεν υπήρχε ούτε για ζήτω, παρόλο που τα καταστήματα δεν είχαν ανοίξει ακόμη. Τι να έκανε; Σκαρφάλωσε σ’ ένα πεζοδρόμιο αποφασίζοντας να το κόψει στη μέση προκειμένου να πεταχτεί στο κουμπάδικο με τα πόδια.
Κατηφορίζοντας την Περικλέους τα μαγαζιά σήκωναν σιγά σιγά ρολά. Τουλάχιστον δεν θα χρειαζόταν να καθυστερήσει περιμένοντας το κουμπάδικο ν’ ανοίξει. Το κρύο έκανε τα μάτια του να δακρύζουν. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες ανοίγοντας το βήμα του. Θυμήθηκε ότι μαθητής κι αργότερα φοιτητής όργωνε αυτή την περιοχή. Ανέπτυξε ταχύτητα, άρχισε να βρέχει, γλίστρησε, του φάνηκε ότι και τα κτίρια γλιστρούσαν στο πλάι. Ένας γνώριμος λαβύρινθος στηνόταν γύρω του. Η βροχή δυνάμωσε. Και τότε μια ομίχλη άρχισε να καταλαμβάνει τη σκέψη του, μια ξαφνική θολούρα, ένα μπέρδεμα. Αναρωτιόταν αν θα κατάφερνε να βρει ξανά το αυτοκίνητο εκεί που το είχε παρκάρει. Δεν είχε προσέξει τον δρόμο όταν το άφησε. Ίσως έπρεπε να γυρίσει προς τα πίσω προτού απομακρυνθεί περισσότερο. Πού είχε παρκάρει; Πώς θα το έβρισκε μετά;
Δεν έφτασε ποτέ στο κουμπάδικο. Σε μια αιφνίδια αλλαγή σχεδίων βρέθηκε να ανηφορίζει προς τα πίσω. Κοιτούσε δεξιά κι αριστερά αποπροσανατολισμένος. Όλα έμοιαζαν αλλαγμένα. Αναρωτιόταν αν είχε περάσει ξανά από το σημείο. Είχε δει τη βιτρίνα με τους σκίουρους; Το μαγαζί με τα σοκολατάκια; Την είσοδο του ξενοδοχείου; Είχε προσπεράσει τη διχάλα με τα διπλοπαρκαρισμένα μηχανάκια; Όλα πήγαιναν αντίστροφα και όλα έμοιαζαν να προεκτείνονται. Έσκυβε στις γωνίες προσπαθώντας να διαβάσει τα ονόματα των δρόμων. Δοκίμαζε να μπει σε κάποιο στενό για να βρει τα ίχνη του. Μα, είχε περπατήσει τόσο πολύ; Η διαδρομή προς τα πίσω του φαινόταν ατελείωτη. Κοιτούσε το ρολόι του. Πόση ώρα είχε περάσει; Ο χρόνος των κτιρίων, ο μεταλλικός ήχος του νερού που κελάρυζε στις υδρορροές και ο δικός του, ο ανθρώπινος χρόνος, έμοιαζαν να κυνηγιούνται, κάπου να συναντιούνται και κάπου να χάνονται. Οι δρόμοι, τα τετράγωνα, τα κτίρια μεγάλωναν κι αυτός μίκραινε. Το παρελθόν και το μέλλον αγκαλιάζονταν. Θυμήθηκε όταν ήταν παιδί, τότε που φύλαγε τσίλιες στους ίδιους δρόμους για να κάνουν οι άλλοι τα γκράφιτι. Τότε που τον φώναζαν Ψιτ, γιατί μ’ ένα Ψιτ ειδοποιούσε την ομάδα να το βάλει στα πόδια. Κι έτρεχε κι αυτός σε αντίθετη κατεύθυνση. Πώς ήταν δυνατόν να μπερδευτεί στο μέρος που το γνώριζε σαν την παλάμη του χεριού του; Την παλάμη που τώρα έσφιγγε καθώς ίδρωνε στην τσέπη του μπουφάν του.
Η αγωνία του δεν κράτησε πολύ. Έστριψε στη Βουλής και το είδε. Ήταν εκεί, παρκαρισμένο, έχοντας κλείσει όλο το πεζοδρόμιο. Μόνο που από τη σχάρα έλειπε πλέον το δέντρο. Μα ήταν δυνατόν; Του το είχαν κλέψει; Πρωί πρωί; Σε τόσο κεντρικό σημείο; Ανέβασε παλμούς. Αν τα έπιανε τα κλεφτρόνια θα έκανε φόνο. Έφτασε στο αυτοκίνητο τρέχοντας. Βουλής 4. Το δέντρο πράγματι είχε κάνει φτερά. Κανένα ίχνος γύρω. Μόνο τα σχοινιά κρέμονταν σαν γιρλάντες στα πλαϊνά τζάμια. Στριμώχτηκε στο πεζοδρόμιο για να καταφέρει να μπει λαχανιασμένος στο κατάστημα που είχε κλείσει με το παράνομο παρκάρισμά του. Ήταν οργισμένος.
«Ε, ψιτ», είπε στην κοπέλα στο ταμείο. «Εσείς πήρατε το δέντρο από τη σχάρα μου;»
«Βρε, καλώς τον κύριο Ψιτ που θα μας κατηγορήσει κι από πάνω, ενώ είχε το θράσος να κλείσει εδώ και μισή ώρα τη βιτρίνα και την είσοδο του βιβλιοπωλείου μας. Μήπως θα θέλατε να σας κάνουμε λίγο χώρο να βάλετε το αμάξι μέσα;» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από το βάθος.
Τότε κοίταξε γύρω του. Πού βρισκόταν; Ένα σωρό βιβλία, οι ποιητές, τα πρόσωπά τους, το βλέμμα τους, τα μαλλιά τους, τον κοιτούσαν μέσα από τα βιβλία, μέσα από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους. Ελύτης, Σεφέρης, Σικελιανός, Καβάφης, Εγγονόπουλος, Καρούζος, Δημουλά, ήταν όλοι εκεί και τον κοιτούσαν. Ποιον; Αυτόν, τον κύριο Ψιτ. Είχε ονειρευτεί ότι μια μέρα θα έστελνε τα ποιήματά του στον Ίκαρο και θα περίμενε απάντηση με αγωνία. Τώρα, τι ελπίδα είχε μετά απ’ αυτή τη γνωριμία; Τι ελπίδα είχε ο κύριος Ψιτ με όλους αυτούς γύρω του; Απέστρεψε το βλέμμα του. Κοίταξε τον πάγκο αναζητώντας σωτηρία. Εντόπισε βιαστικά ένα αστυνομικό βιβλίο. Δεν έβγαζαν μόνο ποίηση λοιπόν στον Ίκαρο.
«Εμ, συγγνώμη», αναδιπλώθηκε, «θα πάρω αυτό το αστυνομικό», είπε για να τους κατευνάσει κάπως. Αν αγόραζε κάτι, θα ήταν σίγουρα καλύτερα από το να έφευγε με άδεια χέρια. «Δεν είδατε τίποτα, ε;» ψέλλισε για να μην πάρει βεβαίως απάντηση.
Πλήρωσε όπως όπως, μπήκε στο αυτοκίνητο κι εξαφανίστηκε. Βγαίνοντας στο Σύνταγμα και μετά στην Πανεπιστημίου ανέπτυξε ταχύτητα. Το αστυνομικό που είχε αγοράσει καθόταν στο πίσω κάθισμα, οι σταγόνες της βροχής έσκαγαν με δύναμη στον ουρανό του αυτοκινήτου, οι ουρανοί είχαν ανοίξει, μα δεν τον ένοιαζε. Χωρίς το δέντρο πάνω από το κεφάλι του, χωρίς τις χειροποίητες μπάλες, μακριά από τη μάνα του, μακριά από το ποίημα που δεν θα τέλειωνε ποτέ, μακριά από το παρελθόν, ένιωσε για πρώτη φορά ελεύθερος. Η πόλη άρχισε να γιορτάζει, να ανοίγει και να αποκτά νέο σχήμα. Σ’ ένα φανάρι είδε το νερό να τρέχει από μια υδρορροή κι ακολούθησε τη διαδρομή του νοητά, αντίστροφα προς την ταράτσα. Το μακρινάρι του ανάποδου χρόνου τον ρούφηξε προς τα πάνω, προς τα πίσω, οδηγώντας τον στο φως, στην αρχή της ιστορίας των ιστοριών, της γέννησης των γεννήσεων, στη μήτρα που όλα τα αλέθει και όλα τα ξαναγεννάει, στο τέλος και στην αρχή κάθε χρόνου. Ίσως έπρεπε να διαβάσει αυτή την αστυνομική ιστορία.
Ήταν τα πρώτα νουάρ Χριστούγεννα του κυρίου Ψιτ και ό,τι ήταν να σκοτώσει το είχε σκοτώσει ήδη.