Δημόσιος κίνδυνος

Από τη μέρα που μαθεύτηκε στους φίλους και στη γειτονιά ότι διορίστηκα στο δημόσιο άρχισαν να με βλέπουν με άλλο μάτι. Όχι γιατί άλλαξε κάτι στη δικιά μου συμπεριφορά, αλλά γιατί υπέθεσαν ότι είχα κάποια άκρη, κάποιον ανομολόγητο σύνδεσμο με την εξουσία που με βόλεψε και μάλιστα σε τόσο δύσκολους καιρούς που κανένας δε διορίζεται πια στο δημόσιο.

Πήγα στο γραφείο την πρώτη μέρα κι όλοι με εξέταζαν με αυτό το ύφος που διερωτάται σιωπηλά εσύ ποιανού είσαι. Εγώ που δεν ήμουν κανενός τα βρήκα σκούρα γιατί μου φόρτωσαν όλες τις σκατοδουλειές, αυτές που δεν θέλει κανείς. Η εξυπηρέτηση του κοινού που κατέφθανε στο γραφείο μου σε ορδές μονίμως εκνευρισμένων πολιτών άρχισε να βαραίνει στις πλάτες μου μέρα με την ημέρα.

Η αρχική χαρά, δεν είναι άλλωστε και μικρό πράγμα να βρίσκεις δουλειά αυτές τις μέρες, αντικαταταστάθηκε με μια κρυφή θλίψη την οποία δεν μπορούσα να μοιραστώ με κανέναν, αφού όποτε άνοιγα το στόμα μου να μιλήσω για τα προβλήματά μου οι πάντες με κοιτούσαν εμβρόντητοι για το θράσος μου. Είχα βολευτεί, δεν δικαιούμουν πλέον να γκρινιάζω. Είχα μια μόνιμη δουλειά, το πιο ανεκτικό αφεντικό του κόσμου, μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει σταθερότητα κι από πάνω τολμούσα να ξεστομίζω παράπονα.

Έτσι, έπαψα να μιλάω. Έκοψα τα πολλά πολλά με τους φίλους και τους γείτονες. Μέρα με τη μέρα η κοινωνική μου ζωή συρρικνωνόταν, μέχρι που εξαφανίστηκε. Έπαθα κάτι που μοιάζει με κατάθλιψη, αλλά στην πραγματικότητα ήταν η διακοπή κάθε είδους δεσμού με τον έξω κόσμο πέρα από τη δουλειά.

Θα περνούσα μια χαρά με τη μοναξιά μου, αν δεν άρχιζαν οι εργασίες σ’ ένα διατηρητέο, ακριβώς στην πλάτη της πολυκατοικίας μου. Σηκώθηκα έντρομος ένα πρωινό Σαββάτου για να δω τους παλιούς τοίχους να γκρεμίζονται, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης. Οι εργάτες ήταν αποφασισμένοι να κρατήσουν μόνο την πρόσοψη. Όλα τα υπόλοιπα θα γίνονταν ίσιωμα. Οι χειρότεροι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν. Τους επόμενους μήνες δε θα μπορούσα να σταθώ στο διαμέρισμά μου από τη φασαρία των κομπρεσέρ και τις φωνές των εργατών.

Οι νέες συνθήκες με ανάγκασαν να αλλάξω τη διαδρομή σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι σε σπίτι δουλειά, δουλειά εστιατόριο, εστιατόριο καφενείο, καφενείο μπαρ, μπαρ σπίτι. Μόνο όταν νύχτωνε μπορούσα πια να επιστρέφω στο διαμέρισμά μου. Η νέα μου ζωή ήταν εξοντωτική και δαπανηρή. Σύντομα κυκλοφορούσα με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και άδειο πορτοφόλι, αλλά τι μπορούσα να κάνω; Κι αφού είχα ξεκόψει απ’ όλους και δεν είχα να πω μια κουβέντα, βυθίστηκα σε μια μιζέρια άνευ προηγουμένου.

Έκανα υπομονή έναν μήνα, δύο μήνες, τρεις μήνες, έξι μήνες, αλλά τίποτα. Οι εργασίες δεν έλεγαν να ολοκληρωθούν. Μια Κυριακή πρωί που οι εργάτες δούλευαν παρόλο που ήταν Κυριακή, άνοιξα το παράθυρο που έβλεπε στον ακάλυπτο και άφησα όλον τον θόρυβο και τη σκόνη να τρυπώσουν στο υπνοδωμάτιό μου. Θα έκανα ομοιοπαθητική, ίσως έτσι να κατάφερνα να συνηθίσω κάπως και να μαζευτώ ξανά στο σπίτι.

Όπως ήμουν ξαπλωμένος μπορούσα να ακούω όλες τις βρισιές και τις φωνές που έβαζαν ο ένας στον άλλον. Κάποια στιγμή ακούστηκε ένας που έλεγε αχ, να μην είμαι στο δημόσιο, να κάθομαι τις Κυριακές, να την περνώ μπέικα. Κι άλλος του απάντησε και τι είσαι ρε συ για να σε πάρουν στο δημόσιο, κανένας έξυπνος; Κι ένας τρίτος είπε μόνο τα λαμόγια είναι στο δημόσιο, όλοι οι γλείφτες. Και ο πρώτος ξανάπε δε θα ήταν άσχημα κι ας με φώναζαν λαμόγιο, εγώ θα ήμουν άρχοντας, θα μου τα στάζατε όλοι εσείς οι μαλάκες για να κάθομαι. Και ο δεύτερος του έβαλε τις φωνές προς το παρόν δούλευε κι άσε τα όνειρα. Κι ο τρίτος έκλεισε την κουβέντα πέτα μου ένα τσιγάρο, δημόσιε υπάλληλε.

Κάπνισαν χαχανίζοντας κι εγώ άφησα το παράθυρο ανοιχτό, μέχρι που πήρε να νυχτώνει και άρχισαν να ξεκουβαλούν. Τότε μόνο σηκώθηκα από το κρεβάτι μου, έβαλα τις φόρμες μου και ανέβηκα στο στενό από πίσω. Τους είδα καλά και τους τρεις. Ήταν χειροδύναμοι. Σταμπάρισα αυτόν που έφευγε τελευταίος και χωρίς να πω τίποτα τον πλησίασα και τον πλάκωσα στο ξύλο. Η μούρη του έγινε κρέας μετά από είκοσι απανωτές μπουνιές και μου άρεσε που όταν έπεσε κάτω μούγκριζε σα γουρούνι πιάνοντας τη σπασμένη μύτη του.

Πλάκωσαν οι γείτονες να με τραβήξουν από το γουρούνι και δεν παρέλειψαν να φωνάξουν την αστυνομία. Αυτοί που είχαν πάψει να μου μιλούν, τώρα ήταν λαλίστατοι και ζητούσαν εξηγήσεις. Δεν έδωσα καμία. Το βράδυ με κράτησαν στο αυτόφορο, απαγγέλθηκαν κατηγορίες και μετά από δεκαπέντε μέρες διατάχθηκε ΕΔΕ εις βάρος μου στην υπηρεσία μου. Ήμουν ακόμη δόκιμος υπάλληλος και θεωρούσα ότι η απόλυσή μου ήταν πιθανή μετά από αυτά τα καμώματα.

Οι εργασίες στο διατηρητέο θα συνεχιστούν για κανά χρόνο ακόμη, η ΕΔΕ θα πάρει μήνες να εκδικαστεί και η απόφαση του δικαστηρίου θα βγει μετά από χρόνια.

Παρόλο που το είχα πάρει απόφαση να γκρεμίσω τα πάντα εκείνο το βράδυ, παρόλο που το δεξί μου χέρι πονάει εδώ και μήνες, παρόλο που πίστευα ότι όλα θα ήταν διαφορετικά την επομένη το πρωί μετά από μια τέτοια πράξη, σύντομα συνειδητοποίησα ότι δεν άλλαξε τίποτα.

Έτσι, εξακολουθώ να κάνω τα ίδια δρομολόγια, με τους κύκλους να σκουραίνουν κάτω από τα μάτια μου και το πορτοφόλι μου να είναι τελείως στεγνό στις είκοσι του μήνα. Όλοι νομίζουν ότι είμαι ένας δημόσιος υπάλληλος. Κανείς δεν καταλαβαίνει ότι είμαι απλώς ένας δημόσιος κίνδυνος.

© Eftychia Giannaki 2016. Creative Commons License

12547919544_639ef5aeec_o

 

 

 

Εγγραφείτε στο Newsletter

Η Τριλογία της Αθήνας

#1 Στο Πίσω Κάθισμα – “Πόσο πιθανό είναι να δολοφονήσεις κάποιον, αντί να τον φιλήσεις;” 

#2 Αλκυονίδες Μέρες – “Σε μια κοινωνία που αδυνατεί να προστατεύσει τον αδύναμο κανείς δεν είναι αθώος.”

#3 Πόλη στο φως – “Μέχρι που μπορείς να φτάσεις όταν δεν έχεις πια τίποτα να χάσεις;”

© Ευτυχία Γιαννάκη – Eftychia Giannaki 2023