Τώρα δεν τον ένοιαζε πια.
Εκείνη κατέβηκε από το αμάξι κλείνοντας την πόρτα με δύναμη. Ο κενός χώρος, η άδεια θέση του συνοδηγού έτρεχε δίπλα του. Κάθε τόσο άπλωνε το χέρι του στο κάθισμά της. Ήταν ακόμη ζεστό ή έτσι νόμιζε. Ήταν ζεστό και άδειο. Χειρότερα ακόμη και από το αν ήταν παγωμένο και άδειο, σκέφτηκε, υπολογίζοντας το χρόνο που ήθελε για να χαθεί η θερμότητά της και όλα τα υπόλοιπα.
Ανέβαινε την Κηφισίας με μεγάλη ταχύτητα, τόσο που αν υπήρχαν μηχανήματα καταγραφής της ταχύτητας, θα είχε μαζέψει πρόστιμα που θα ξεπερνούσαν τον μηνιαίο μισθό των περισσότερων υπαλλήλων της εταιρίας του. Τελικά, οι παραβάσεις του πέρασαν απαρατήρητες, ο χωρισμός δεν του στοίχισε κάτι παραπάνω και το δεξί του χέρι εξακολούθησε να πηγαινόρχεται από το κιβώτιο των ταχυτήτων στο ύφασμα της θέσης του συνοδηγού. Χειρότερα ακόμη και από το αν ήταν παγωμένο και άδειο, σκέφτηκε ξανά, υπολογίζοντας το χρόνο που ήθελε για να μην μπορεί να αισθανθεί τη θερμότητά της και όλα τα υπόλοιπα.
Προσπέρασε γυάλινα κτίρια που αντανακλούσαν το παχύ στρώμα από γκρίζα σύννεφα που κάλυπτε την πόλη, δυο άστεγους που τυλίγονταν με τις κουβέρτες τους και σκυφτούς πεζούς που περπατούσαν γρήγορα μέσα στο κρύο. Όλα είχαν κάτι γνώριμο. Τα κτίρια, οι πεζοί, τα πρόσωπα, τα ρούχα τους, ακόμη και το περμάτημά τους. Ήταν σαν να συναντούσε κάθε μέρα τους ίδιους και τους ίδιους, κάνοντας την ίδια και την ίδια διαδρομή. Συνήθως η οικειότητα λειτουργούσε καθησυχαστικά μέσα του, αλλά εκείνο το απόγευμα γέννησε έναν πρωτόγνωρο εκνευρισμό. Η συνειδητοποίηση όσων άφησε πίσω του για να κάνει τα ίδια και τα ίδια, όσων άφησε πίσω του για να είναι μαζί της κάνοντας τα ίδια και τα ίδια και τώρα το γεγονός ότι τον άφησε εκείνη…
Έκοψε ταχύτητα. Ένας ατζαμής μπροστά του πάτησε φρένο φοβισμένος από κάποια αόρατη δυνάμη της ασφάλτου. Ένα βρώμικο γκριφόν που κρυβόταν στην πρασιά, ζαλισμένο από τις κόρνες και τα φώτα τράβηξε το βλέμμα του. Το γκριφόν είχε κάτι γνώριμο. Μάλλον όλα τα γκριφόν έχουν κάτι γνώριμο, σκέφτηκε. Και αν δεν κατέβει κάποιος να το μαζέψει, ο θάνατός του κάτω από τις ρόδες θα έχει επίσης κάτι γνώριμο.
Το σκυλί ήταν εκατό μέτρα πίσω του όταν αποφάσισε να ανάψει τα αλάρμ και να κόψει ταχύτητα. Προσπάθησε να το εντοπίσει στον καθρέφτη, αλλά το μόνο που είδε ήταν φώτα και τις σκιές από μαδημένες πικροδάφνες που χώριζαν τα δύο διαζώματα. Οι κόρνες στράφηκαν εναντίον του και τον ανάγκασαν να στρίψει δεξιά στο φανάρι για να παρκάρει. Η άδεια θέση του συνοδηγού βρέθηκε μπροστά στη βιτρίνα μιας σειράς πολύχρωμων φωτιστικών. Σιγουρεύτηκε ότι η θέση δίπλα του ήταν άδεια πριν να εγκαταλείψει τη θέση του οδηγού.
Πάνω στη βιασύνη του ξέχασε να ενεργοποιήσει το κεντρικό κλείδωμα. Περίμενε να ανάψει κόκκινο για τα αυτοκίνητα. Ο χρόνος κυλούσε πιο αργά απ’ ότι συνήθως. Πέρασε απέναντι και μ’ έναν ελιγμό χώθηκε στην πρασιά. Ήταν δύσκολο το περπάτημα ανάμεσα στους θάμνους και τα ξεορόχορτα, με τα φώτα των αυτοκινήτων να τον τυφλώνουν. Ακολούθησε τη διαδρομή που υπέθεσε ότι είχε κάνει το γκριφόν λίγα λεπτά νωρίτερα με τη βεβαιότητα ότι σύντομα θα το εντόπιζε.
Σκεφτόταν τη δουλειά που είχε αφήσει στο γραφείο και το αποχαυνωμένο προσωπικό που τον περίμενε για να τους δώσει κάποια ιδέα, έναν τρόπο να πάνε παρακάτω. Ίσως έπρεπε να τα παρατήσει. Τον είχε κουράσει αυτή η ιστορία, να πρέπει πάντοτε ο ίδιος να δίνει τις λύσεις. Δεκαπέντε ώρες δουλειά την ημέρα. Ποιός μπορεί να κρατήσει μια σχέση, μια οποιαδήποτε σχέση, με δεκαπέντε ώρες δουλειά την ημέρα;
Το σκυλί ήταν άφαντο όταν έφτασε στο σημείο που υπολόγιζε ότι το είχε δει. Έστρεψε το βλέμμα του πρώτα προς το ρεύμα ανόδου και μετά στο ρεύμα καθόδου με την ελπίδα ότι δεν θα το εντόπιζε χτυπημένο. Όταν βεβαιώθηκε ότι δεν είχε συμβεί το μοιραίο, συνέχισε να κινείται ανάμεσα στους θάμνους σκύβοντας, σαν ζώο που έπρεπε να προστατεύεται από τα κλαδιά και από τα αδιάκριτα βλέμματα των οδηγών που περνούσαν δίπλα του.
Το σκυλί έτρεξε προς το μέρος του όταν τον μύρισε και τυλίχτηκε φοβισμένο στα πόδια του. Το σήκωσε στον αέρα και κοίταξε τα μάτια του από απόσταση μερικών εκατοστών, όπως θα κοιτούσε ένα μωρό. Τα μάτια του είχαν κάτι γνώριμο. Όλα τα σκυλίσια βλέμματα έχουν κάτι γνώριμο, σκέφτηκε. Ήταν αρσενικό. Αποφάσισε να τον πάρει αγκαλιά και να τον βγάλει από την πρασιά. Σχεδιάζε να τον αφήσει σε κάποιο πάρκο ή σε κάποιο ήσυχο πεζοδρόμιο του Ψυχικού. Μπορεί κάποιος να τον μάζευε και να τον έπλενε. Ο καημένος έζεχνε.
Διασχίζοντας το φανάρι, αναζήτησε το αυτοκίνητό του με το βλέμμα. Δεν ήταν πουθενά. Τότε συνειδητοποίησε ότι δεν είχε τα κλειδιά στην τσέπη του. Δεν ήθελε φαντασία για να καταλάβει τι είχε συμβεί. Ακούμπησε το γκριφόν στο σημείο που θα έπρεπε να βρίσκεται η άδεια θέση του συνοδηγού. Τώρα έμενε μια κενή θέση για πάρκινγκ. Κοίταξε τα πολύχρωμα φωτιστικά στη βιτρίνα δίπλα του. Μόλις είχε χάσει τη γυναίκα του και το αυτοκίνητό του και για αντάλλαγμα του χαρίστηκε ένα βρώμικο γκριφόν που κάτω από το φως των φωτιστικών φαινόταν ακόμη πιο βρώμικο. Στο πεζοδρόμιο πέρασε κάποιος που μουρμούριζε μόνος του. Είχε κι αυτός κάτι γνώριμο. Μια κόρνα ακούστηκε στο βάθος. Ο ήχος της είχε κάτι γνώριμο. Η πόλη μύριζε γνώριμα. Όλα ήταν γνώριμα. Κάποια στιγμή όλα γίνονται γνώριμα, σκέφτηκε, τόσο που παύεις να ασχολείσαι μαζί τους.
Περιμένοντας κάτι να γίνει, ακίνητος μπροστά στη βιτρίνα με τα φωτιστικά, με το γκριφόν στα πόδια του, θυμήθηκε την επίσκεψη στον γιατρό του νωρίς το πρωί. Την φράση που πρόφερε με μια φωνή μπάσα, λίγο βαθύτερη από αυτή που χρησιμοποιούσε συνήθως, μια φωνή μελετημένα σταθερή. “Οι εξετάσεις σου δεν μου επιτρέπουν να είμαι αισιόδοξος. Τρεις μήνες το πολύ”, είπε κι αυτό δεν είχε τίποτε γνώριμο. Ήταν ο τρομαγμένος σκύλος στην πρασιά.
Περπάτησε για ώρα προς άγνωστη κατεύθυνση με το γκριφόν να τον ακολουθεί.
Μόνο όταν κουράστηκε σταμάτησε, κάθισε σε ένα σπασμένο παγκάκι και διπλώθηκε στα δύο αγκαλιάζοντας το βρώμικο γκριφόν. Δεν ακουγόταν τίποτα τώρα. Σιωπή. Το πάρκο ήταν άδειο. Τα φώτα των μονοκατοικιών σβηστά. Είχε περάσει η ώρα. Δεν κατάλαβε πότε το γκριφόν έφυγε από δίπλα του, ούτε πως τον πήρε ο ύπνος, αλλά όταν ξύπνησε συνειδητοποίησε ότι γύρω του δεν υπήρχε πια τίποτε γνώριμο.
© Eftychia Giannaki 2016
– Man with dog, Francis Bacon