Γράφει ο Αλέξανδρος Στεργιόπουλος
Αν θες η μνήμη να ξυπνήσει, τη φωτιά να ρωτήσεις. Αν θες βρεις την εμμονή σου, τα λιωμένα ρολόγια σου, άσε τη φωτιά να κάψει τα πάντα. Θυμήσου πως με τη μνήμη ερχόμαστε και με τη μνήμη φεύγουμε. Αν θες να τα πάρεις όλα μαζί σου μην ανάψεις τη φλόγα. Αν όμως θες το ανέσπερο φως τότε άσε τη φωτιά να μιλήσει, να κάψει ό,τι σιγοκαίει και βασανίζεται, να δημιουργήσει νέα τραύματα και έναν τόπο παρθένο, γεμάτο από το γκρίζο της στάχτης. Εκεί, στη δυσκολία της αναπνοής η μνήμη θα βρει τον δρόμο, τη διέξοδο και μόλις βγει στον νέο τόπο όλα θα γεννηθούν ξανά. Τα βάρη του παρελθόντος θα έχουν θαφτεί και ο χρόνος θα ημερέψει. Η ζωή θα συνεχιστεί και η μνήμη θα προχωρά με σπίρτο και βενζίνη. Όχι για να απειλεί, ούτε για να καεί, αλλά για να βρίσκει, όταν χρειάζεται, τις κατάλληλες απαντήσεις. Η φωτιά ήταν πάντα αυτή που μας έσωζε και μας κατέστρεφε, αυτή που έθαβε και αποκάλυπτε τα πάντα, αυτή που προκαλούσε ανείπωτο πόνο και έδινε τη μεγάλη δύναμη στον άνθρωπο. Αν περπατήσεις στους δρόμους της φωτιάς τίποτα δεν θα σε υποτάξει, μόνο η εμμονή της μνήμης. Κι αν είσαι ναυαγός στην επίγεια κόλαση, τότε ένα είναι το βιβλίο σου: «Οι ναυαγοί του Αυγούστου» (Εκδόσεις Ικαρος).
Η Ευτυχία Γιαννάκη ολοκληρώνει την «Τριλογία του βυθού» και μας δείχνει ότι μπορεί να δημιουργεί ξανά και ξανά. Δημιουργία, όχι επανάληψη. Κάθε φορά ο Χάρης Κόκκινος, ο κεντρικός ήρωας, μας συστήνεται, κάθε φορά μας εκπλήσσει και κάθε φορά μας παρασέρνει στην ιστορία του. Εδώ έχουμε το πιο προσωπικό βιβλίο της Γιαννάκη. Μας υπενθυμίζει διακριτικά το συγγραφικό παρελθόν της, ενώνει τα προηγούμενα με τα σημερινά με κομψό και ευθύβολο τρόπο. «Σπάει» την αφήγηση και στο τέλος κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον φανταστικό ήρωα της. Η τριβή μαζί του είναι τέτοια που ο αναγνώστης νιώθει τη σάρκα του Κόκκινου, αισθάνεται τον χτύπο της καρδιάς του και ακούει τους ψιθύρους του. Αν ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, ο Αύγουστος είναι η καυτή ανάσα του και η πόλη ο πυρήνας της φωτιά του. Διαβάζοντας αυτή την περιπέτεια του Χάρη Κόκκινου νιώθεις ότι βρίσκεσαι στα μονοπάτια της αποξένωσης, στην ψυχική εξορία των ηρώων του Αντονιόνι. Το φιλοσοφικό, υπαρξιακό, υπόβαθρο είναι εκεί για να ενισχύσει το μυστήριο, την περιπέτεια και την αγωνία του αστυνομικού. Κάθε εξωτερική κίνηση έχει δοκιμαστεί στα δαιδαλώδη μονοπάτια του μυαλού και της ψυχής.
«Οι ναυαγοί του Αυγούστου» διαθέτουν την έξαψη περιπέτειας, το μυστήριο και το σασπένς που χρειάζεται το αστυνομικό μυθιστόρημα. Τα πήγαινε-έλα στον χρόνο, στον χώρο γίνονται με προσοχή και κάθε μετάβαση έχει νόημα. Ο αναγνώστης θα περπατήσει στην Αθήνα, στο Τατόι, στην Πάρο, στην Αστυπάλαια. Η πρωτεύουσα, βέβαια, πρωταγωνιστεί και πάλι. Αυτή τη φορά η Γιαννάκη, εκμεταλλευόμενη την επικαιρότητα (πυρκαγιές στη Βαρυμπόμπη), δοκιμάζει την αντοχή των δρόμων και των κτιρίων. Στους πόσους βαθμούς κελσίου λιώνουν, λυγίζουν και τη μνήμη ζωντανεύουν; Οι ήρωες του βιβλίου καλούνται να αναμετρηθούν μέσα σε ένα σκηνικό που έχει κάτι από την αποκάλυψη, τη δυστοπία και τη σκληρή πραγματικότητα. Μια παρτίδα σκάκι που μας πάει στη δολοφονία του Ταχτσή, στην εμπορία βρεφών, στη δίψα για εξουσία, στην προσπάθεια να μείνει κρυφή η ερωτική ζωή και στη δοκιμασία της αλήθειας-απώλειας του εαυτού.
Η Γιαννάκη έχει εμβαθύνει απίστευτα στους ήρωες της και πάντα μας δίνει κάτι που δεν ξέρουμε γι’ αυτούς. Η αφήγηση δεν χαλαρώνει πουθενά, ενώ υπάρχουν πολλές στιγμές υψηλής λογοτεχνικής ομορφιάς. Δεν καταφέρνει να γεννηθεί. Βγαίνει στο φως χωρίς κεφάλι. Όταν το φέρνουν μπροστά της, καρφώνει το βλέμμα της στο δαχτυλίδι της. […] Το μικρό προσπάθησε να ξεφύγει, να σκαρφαλώσει από τη μήτρα στο συκώτι, στο στομάχι της, στους πνεύμονες της, μα δεν τα κατάφερε. [σελ. 210]. Η Γιαννάκη αν ζούσε στο εξωτερικό θα ήταν εκδοτικό φαινόμενο και «Οι ναυαγοί του Αυγούστου» είναι η καλύτερη απόδειξη.
Υ.Γ: Α, κάτι τελευταίο: το βιβλίο διαβάζεται ακούγοντας «ΛΕΞ»
Πηγή: https://www.toperiodiko.gr/οι-ναυαγοί-του-αυγούστου-της-ευτυχί/#.Yr69zi8RpbW